Του Γιώργου Καραμπελιά
Πολλοί φίλοι –αλλά και
αρκετοί εχθροί– αναρωτιούνται για τη θέση μας απέναντι στην νέα πολιτική
πραγματικότητα που ανεδείχθη μετά τις εκλογές 25ης Ιανουαρίου δοθέντος ότι στην
προηγούμενη περίοδο είχαμε επικρίνει μια στρατηγική που οδηγούσε σε εκλογές και
μετωπική σύγκρουση με τη γερμανική Ευρώπη, προκρίνοντας αυτό που έχουμε
αποκαλέσει τακτική ανταρτοπολέμου.
Σήμερα όμως, υπάρχει
μια νέα κατάσταση και επειδή δεν πάψαμε ποτέ να βρισκόμαστε αυτά τα πέντε
χρόνια στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και να συμμετέχουμε στις βασικές
κινητοποιήσεις του, κριτικάροντας παράλληλα τις ηγετικές πολιτικές δυνάμεις
αυτού του χώρου, θα πρέπει να τοποθετηθούμε επί τη βάσει του γεγονότος της
ανάδειξης των αντιμνημονιακών κομμάτων σε νικητή των εκλογών: Είναι προφανές
λοιπόν, ότι εφόσον οδηγούμαστε σε μια σύγκρουση, θα βρεθούμε από την πλευρά των
λαϊκών δυνάμεων απέναντι στους γερμανικούς εκβιασμούς και τους εγχώριους
εντολοδόχους τους.
Που στηρίζονταν οι
ενστάσεις μας
Στο πρόσφατο παρελθόν
είχαμε ταχθεί ενάντια στη χρήση των προεδρικών εκλογών ώστε να προκληθούν
βουλευτικές εκλογές, με βάση ένα σκεπτικό που έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές,
και συνοψίζεται στα εξής: Η αλλαγή στην Ευρώπη συνολικά, ενάντια στη γερμανική
πολιτική έχει μόλις αρχίσει να εκδηλώνεται και να παίρνει ακόμα και
συγκεκριμένες εκφράσεις, όπως η ποσοτική χαλάρωση στην οποία προχώρησε η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η εμφάνιση και ενίσχυση αντιγερμανικών δυνάμεων σε
πολλές χώρες της Ευρώπης, είτε από την πλευρά των «αγανακτισμένων» όπως οι
Ποδέμος, είτε της δεξιάς όπως η Λεπέν ή ο Φάραντζ στην Αγγλία· τέλος ακόμα και
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όπως της Ιταλίας και της Γαλλίας συνεπικουρούμενοι από
τους Αμερικανούς, έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από την γερμανική πολιτική
της λιτότητας. Για όλα αυτά πιστεύαμε πως ανοιγόταν μία περίοδος που θα
καθιστούσε δυνατή μια νικηφόρα αντιπαράθεση με τη γερμανική πολιτική.
Σε αυτή την ανάλυση,
προέβαιναν και άλλες δυνάμεις όπως ο Σύριζα, και σε αυτήν στήριζαν και την
πολιτική τους για την επίσπευση των πολιτικών εξελίξεων και τη δυνατότητα μιας
κυβερνητικής και πολιτικής αλλαγής σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση. Στην επίσπευση
αυτή, εμείς αντιταχθήκαμε πιστεύοντας πως δεν έπρεπε να είναι η Ελλάδα η πρώτη που θα έμπαινε σε μια τέτοια αντιπαράθεση
διότι θα συγκέντρωνε χωρίς ισχυρές συμμαχίες τα βέλη της Μέρκελ και του
Σόιμπλε. Θεωρούσαμε αντίθετα ότι, σε έναν ορίζοντα μερικών μηνών, μέχρι τα τέλη
του 2015, μια τέτοια συγκυρία θα είχε ωριμάσει στην Ευρώπη, και θα έπαιρνε
μάλιστα και πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με την αναπόφευκτη πτώση της κυβέρνησης
Ραχόϊ στην Ισπανία, και την ενίσχυση της γαλλικής και ιταλικής αντιπαράθεσης με
τη γερμανική πολιτική, ακόμα και με τις εκλογές στην Μ. Βρετανία. Μέσα σ’ ένα
τέτοιο πλαίσιο, και με την παράλληλη ενίσχυση της θέσης των αντιμνημονιακών
δυνάμεων στο εσωτερικό –γι’ αυτό προτείναμε την εκλογή προέδρου αντιμνημονιακής
κατεύθυνσης, εφικτή εξαιτίας του αδιεξόδου στην οποία βρίσκοντας τα μνημονιακά
κόμματα– θα ήταν δυνατό να εκφραστεί με πιο ολοκληρωμένο και σίγουρο τρόπο μια
πολιτική αλλαγή που θα σηματοδοτούσε το τέλος του μνημονίου και της πολιτικής
της λιτότητας.
Γι’ αυτό και τονίζαμε
πως η επίσπευση των εξελίξεων θα έφερνε μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση και τον
ελληνικό λαό σε μία σύγκρουση από σχετικά δυσχερή θέση. Δηλαδή, θα βρισκόταν
μπροστά σε μια απειλή οικονομικής ασφυξίας, με τους όρους του μνημονίου
απέναντί της, γεγονός που θα απαιτούσε μια τόσο μεγάλη ανατροπή εδώ και τώρα
στην Ευρώπη, αν όχι αδύνατη αλλά πολύ παρακινδυνευμένη.
Υποστηρίζαμε λοιπόν
πως μια τέτοια πολιτική, επειδή δεν έχει ούτε τις εσωτερικές προϋποθέσεις
λαϊκής στήριξης –ο ελληνικός λαός δεν βρισκόταν σ’ ένα ψηλό επίπεδο
κινητοποίησης, απλώς δεν άντεχε πλέον τα μνημονιακά κόμματα–, ούτε έχουν
ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες ενός ευρύτερου μετώπου στην Ευρώπη, θα είχε έναν
έντονο χαρακτήρα διακινδύνευσης και θα απαιτούσε συμμαχίες με δυνάμεις ανόμοιες
και καθόλου ασφαλείς. Και αυτό, φαίνεται καθαρά από τη σύνθεση και τη στήριξη
του ίδιου του πολιτικού εγχειρήματος της 25ης Ιανουαρίου. Οι κυριότεροι
σύμμαχοι της κυβέρνησης βρίσκονται στον αγγλοσαξονικό χώρο ή στο εβραϊκό λόμπι
των ΗΠΑ(!), γεγονός που υποχρεώνει σε μεγάλους συμβιβασμούς και διευθετήσεις σε
πολλαπλά επίπεδα, και ο νοών νοείτο.
Δεύτερον, αυτή η
πολιτική οδηγεί την Ελλάδα σε μια μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία, η οποία
είναι πιθανόν μεν να επιταχύνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά με τίμημα πολύ
ακριβό για μας. Και στον Β΄ Π.Π. αντιμετωπίσαμε με γενναιότητα την
ιταλογερμανική εισβολή και όλοι οι σύμμαχοι μας «χειροκρότησαν» και εν τέλει η
Γερμανία ηττήθηκε, αλλά η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά.