Του Νίκου Τσούλια
Ουσιαστικά δεν μπορούμε να μιλάμε περί τέλους του περί Μνημονίων άξονα, για τον απλούστατο λόγο ότι πολιτικά ποτέ δεν υπήρξε και απλώς αποτέλεσε μιας πρωτόγονης σύλληψης κομματική θεώρηση για πρόσκαιρα κομματικά οφέλη. Παρ’ όλα αυτά εντελώς σχηματικά ετέθη ο παραπάνω τίτλος και στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η αποδόμηση του περιεχομένου του.
Και κατά τη γνώμη μου αυτή η προσπάθεια είναι σχετικά εύκολη. Η διαμόρφωση στρατοπέδων και μάλιστα πολωτικού άξονα πάντα στην ιστορία είναι κίβδηλη. Ακόμα και στην περίπτωση της πιο οριακής ιστορικής εκδοχής όταν πρόκειται για το δίπολο «πόλεμος – ειρήνη» που θα δικαιολογείτο μια σχηματική πόλωση, θα δούμε ότι έχει έναν ευκαιριακό και μόνο ορίζοντα. Ας θυμηθούμε τις περιπτώσεις του εμφυλίου στη χώρα μας ή στην Ισπανία ή το κλίμα στην προπολεμική Γερμανία – όπου οι συνασπισμοί περί το μέγα ζήτημα του πολέμου ήταν ευκαιριακού χαρακτήρα και οι πολιτικές και οι κοινωνικές δυνάμεις αποσυγκροτούσαν το σχηματικό τους μέτωπο με περισσή ευκολία.
Ας έλθουμε στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και στην εποχή των Μνημονίων. Το τέλος του περί Μνημονίων άξονα καταπίπτει – πάντα στη σχηματική του εκδοχή – για δύο κυρίως λόγους. α) Η δημιουργία και η εξέλιξη της πολιτικής ζωής και κατ’ επέκταση της ιστορικότητας στη σημερινή Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπάρξει με βάση ένα και μόνο – και μάλιστα όχι το πιο καθοριστικό – στοιχείο. Κάτι τέτοιο θα αδικούσε την ίδια την πολιτική ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Τα μείζονα θέματα γι’ αυτή την περίοδο δεν ήταν τα Μνημόνια αλλά η πολύπλευρη κρίση της Ελλάδας αφενός και η επιθετικότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των αγορών του καπιταλισμού κατά της χώρας μας αφετέρου. Τα Μνημόνια ήλθαν περίπου ως αναπόφευκτη επιλογή – και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έγινε εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων ουσιαστική διαπραγμάτευση και επομένως θα μπορούσαν να ήταν λιγότερο επώδυνα – γιατί πέραν των περιοριστικών μέτρων και του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα τα Μνημόνια εμπεριείχαν τον απολύτως αναγκαίο δανεισμό για να κινείται η οικονομία μας.
Οι μυθολογίες, που τόσο εύκολα αναπτύχθηκαν γύρω από τα Μνημόνια, δεν είχαν μόνο κομματική αλλά και φοβερά λειψή και πρωτόγονη επιχειρηματολογία και ήδη αποδεικνύονται σιγά – σιγά ως πολιτικές καρικατούρες και τίποτα άλλο. Στο κρίσιμο ερώτημα – πέραν των αιτίων της κρίσης και του ποιος ευθύνεται που σαφώς έχουν την αξία τους αλλά με θεωρητικό χαρακτήρα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής – «πού θα βρούμε τα χρήματα», οι απαντήσεις ήταν «να πληρώσουν αυτοί που ευθύνονται», «να πληρώσει το μεγάλο κεφάλαιο», «να βγούμε από το ευρώ», «να κρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και να κόψουμε δραχμές». Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να είναι και πιο προχωρημένος, αφού ευαγγελίζεται «ανατροπή των συσχετισμών στην Ευρώπη και του καπιταλισμού γενικότερα με απαρχή την Ελλάδα» (!). Πρόκειται για παιδιαριώδεις προσεγγίσεις που αξίζει να τις θυμόμαστε όταν με το καλό περάσει η κρίση, για να αστεϊευόμαστε για τη «διεισδυτικότητα» των πολιτικών αναλύσεων. Παρένθεση, ένας από τους λόγους που έχουμε πολιτικό σύστημα «παιδική χαρά» είναι ακριβώς ο χοντροκομμένος δημόσιος λόγος μας που δεν αγγίζει καν την ουσία των πραγμάτων. Κλείνει η παρένθεση.
β) Ακόμα και αν υπήρχε ένα μείζον ζήτημα που θα έτεμνε όλα τα πολιτικά ζητήματα δεν θα μπορούσε να διαμορφωθεί η πολιτική ζωή με βάση έναν ευκαιριακού χαρακτήρα άξονα. Γιατί η πολιτική πάντα προϋπάρχει και έπεται του όποιου ευκαιριακού συμβάντος και ποτέ δεν ανατρέπονται οι βασικές σταθερές της. Θεωρώ ότι ήταν και είναι φοβερά ελλιπής και εξίσου ανόητη η θεώρηση για δύο στρατόπεδα, ένα «κατά» των Μνημονίων και ένα «υπέρ», όταν συναθροίζονταν σε πρώτη φάση στο «υπέρ» μόνο το τότε ΠΑΣΟΚ και στο “κατά” όλοι οι άλλοι, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και στη δεύτερη φάση στο «υπέρ» το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και η ΔΗΜ.ΑΡ. (άγνωστο για πόσο διάστημα) και στο «κατά» όλα τα άλλα κόμματα. Η στρατοπέδευση ήταν και είναι κίβδηλη, ακριβώς γιατί τα κόμματα που είναι κατά των Μνημονίων έχουν αντιθετικές και μάλιστα μετωπικά αντιθετικές πολιτικές.
Η γύμνια όλης της συζήτησης αποδεικνύεται από ένα απλό ρητορικό ερώτημα που δεν χρήζει καμιάς απάντησης. Μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση που θα καταργήσει μονομερώς τα Μνημόνια; Σαφώς και απολύτως: όχι. Εμείς δε οι πολίτες έχουμε και μια φοβερή υποκρισία. Φερόμαστε φραστικά εναντίον των Μνημονίων, αλλά αν ήταν να αποφασίσουμε για την ύπαρξή τους ή όχι, τότε θα αποφασίζαμε το αντίθετο απ’ αυτό που φωνάζουμε! Και ένα απλό και αφελές ερώτημα: Είναι δυνατόν να είναι όλα τα κόμματα εναντίον των Μνημονίων και υπέρ μόνο το τότε ΠΑΣΟΚ και να μην ανατρέπονται τα Μνημόνια ή μήπως το “κατά” αρκετών κομμάτων ήταν και είναι προσχηματικό (όπως ήδη αποδείχτηκε για τη Ν.Δ. και αποδεικνύεται τώρα και για το ΣΥΡΙΖΑ); Αλλά όταν τα κόμματα αθροίζονται στο «τι δε θέλουμε» και αντιμάχονται στο «τι θα κάνουμε» – που είναι προφανώς και το πιο σημαντικό – δέχονται κατ’ ουσίαν ότι δεν μπορεί να είναι το μείζον ζήτημα τα Μνημόνια.
Είναι φοβερό να ανάγονται τα Μνημόνια – που είναι απόρροια της λειτουργίας της πολιτικής μας και της κοινωνίας μας και της οικονομίας μας – στο απόλυτα κυρίαρχο πρόβλημα και να φτιάχνονται στρατόπεδα «υπέρ» ή «κατά» και τίποτα πέραν τούτου. Και το θέμα μας δεν είναι καθόλου θεωρητικό, αλλά αφορά την ουσία της δημόσιας ζωής μας και το μέλλον της. Έρχονται ευρωεκλογές και τα κόμματα δεν αρθρώνουν κυριολεκτικά τίποτα περί της ουσίας της πολιτικής, παρά μόνο «ακούγονται» τα γνωστά και ήδη εξαντλημένα φληναφήματα «υπέρ» και «κατά» των Μνημονίων, τα πρόσωπα των ψηφοδελτίων και η αριστερόστροφη ή η δεξιόστροφη φυσιογνωμία τους, οι γενικολογίες, οι βερμπαλισμοί, οι λαϊκισμοί, οι επαναστατικές κορώνες και οι «παιδικές αντιλήψεις». Η «παιδική χαρά» έχει στηθεί για καλά και από ό,τι φαίνεται έχει μέλλον…
http://anthologio.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου