Γνωστό
το μετά τις εκλογές πολιτικό τοπίο, γνωστό στα βασικά του σημεία. Και όσον
αφορά το μήνυμα των εκλογών τα πράγματα παραμένουν δύσκολα ή και γίνονται ακόμα
πιο δύσκολα. Και να γιατί. Το όλο εγχείρημα της διακυβέρνησης της χώρας
καθίσταται πολιτικό πρόβλημα, αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι πολιτικές
διεργασίες θα είναι ομαλές και θα οδηγήσουν σε σχηματισμό σταθερού κυβερνητικού
σχήματος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η πιθανή πολιτική αστάθεια θα προκαλέσει νέα
όξυνση στο ήδη υπάρχον εθνικό πρόβλημα της οικονομίας.
Το
πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού. Ας δούμε ποια είναι τα
κύρια χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής συγκυρίας: α) η ένταση και η έκταση
της οικονομικής κρίσης, β) οι βαθιές κοινωνικές διεργασίες και ανακατατάξεις
και γ) το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου μερικών των υπαρχόντων κομμάτων. Αλλά
το πέρασμα στην επόμενη φάση θα είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο. Και δεν θα το
λύσουν οι απανωτές εκλογές.
Δύο
είναι τα ενδιαφερόμενα σημεία για το αυριανό πολιτικό σκηνικό. Πρώτον, ποιο
κόμμα θα είναι πρώτο και δεύτερον, πώς θα γίνει η συνεργασία για τα σχηματισμό
κυβέρνησης. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα και πάλι δύο εκδοχές φαίνονται – με τα
σημερινά δεδομένα – ότι θα αποτελέσουν το κύριο πεδίο της μετεκλογικής
συζήτησης. Θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο κόμμα που θα έχει και τον πρώτο λόγο στο
σχήμα της διακυβέρνησης ή θα είναι η Ν.Δ.; Τι πολιτικό πρόσημο θα έχει δηλαδή ο
πολιτικός μας χάρτης μετά τις εκλογές; Αν και το ερώτημα αυτό έχει την αξία
του, το ερώτημα που ακολουθεί χρονικά και πολιτικά είναι πιο ενδιαφέρον. Θα
σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας και με ποια κόμματα;
Εδώ,
κατά τη γνώμη μου, αρχίζει και το πιο ενδιαφέρον μέρος της όλης συζήτησης. Και
μπορούμε να προσεγγίσουμε τα αυριανά δεδομένα με τις σημερινές τάσεις των
κομμάτων. Οι εκλογές δεν κρύβουν κάποιο μήνυμα άγνωστο από τη σημερινή
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Θα αποτυπώσουν τις διεργασίες που είναι όλες
«προ οφθαλμών». Ας αρχίσουμε από τα εύκολα. Το Κ.Κ.Ε. σαφώς δεν πρόκειται να
εμπλακεί σε κανένα σχήμα κυβέρνησης. Αυτό έχει πολιτικά λεχθεί από τα αρμόδια
όργανά του, αλλά απορρέει και από την όλη πολιτική του ανάλυση για τη σημερινή
κρίση. Επομένως για την εκδοχή αριστερής κυβέρνησης συνεργασίας δύο κόμματα
απομένουν, ο ΣΥΡΙΖΑ και η «Δημοκρατική Αριστερά», με την τελευταία όμως να έχει
ξεκαθαρίσει ότι σε ένα τέτοιο σχήμα «δεν χωράει». Επομένως δεν φαίνεται στον
ορίζοντα μια κυβέρνηση αριστερής απόκλισης.
Στην
άλλη όχθη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Αν έλθει πρώτο κόμμα η Ν.Δ. – και με
το δώρο των βουλευτικών εδρών του εκλογικού συστήματος που δίνεται στο πρώτο
κόμμα – θα επιζητήσει κυβέρνηση συνεργασίας προφανώς από το δεξιό μέρος του
πολιτικού φάσματος. Και εδώ οι αποδέκτες δεν αρκούν. Ο ΛΑ.Ο.Σ. δεν φαίνεται να
έχει απήχηση, ενώ οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» δεν εκτιμάται ότι μπορούν – αν
βέβαια συνεργήσουν – να προσφέρουν αριθμητική λύση και επομένως πολιτική λύση.
Εκ
των πραγμάτων λοιπόν θα οδηγηθούμε προς μια κυβέρνηση ανοχής. Εδώ το κόμμα που
μπορεί να συνεισφέρει – κυρίως λόγω της θέσης του στον πολιτικό χάρτη – είναι η
Κεντροαριστερά. Η πολιτική της όμως πρόταση έχει το εξής χαρακτηριστικό. Όσον
αφορά το γενικό πολιτικό της προσανατολισμό σαφώς «συμφωνεί» περισσότερο με την
πρόταση διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσον αφορά το επίμαχο θέμα για τη σχέση
της χώρας μας με το ευρώ και την ευρωζώνη «συμφωνεί» μάλλον με την άποψη της
Ν.Δ. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι και στο σχήμα της κυβέρνησης ανοχής να υπάρχει
δομικό – λειτουργικό πρόβλημα. Αλλά πέραν τούτου, ακόμα και αν σχηματιστεί
κυβέρνηση ανοχής, η ζωή της δεν μπορεί να είναι μεγάλη αφού θα επιζητείται η
ανοχή κάθε φορά που θα έχουμε στη Βουλή νομοθετικά μέτρα. Και τα μέτρα αυτά δεν
θα είναι και ευχάριστα, οπότε…
Τούτων
όλων δοθέντων και με μια έννοια απλής λογικής προσέγγισης απομένει ως έσχατη
λύση μια κυβέρνηση ευρείας σύνθεσης, που θα έχει ως σκοπό την έξοδο της χώρας
από το Μνημόνιο ή τουλάχιστον τη διάνοιξη μιας τέτοιας δυνατότητας διεξόδου.
Και αυτή η ευρεία σύνθεση θα αφορά εκ των πραγμάτων τα τρία τουλάχιστον πρώτα
σε εκλογική δύναμη κόμματα. Αλλά πάλι επανερχόμαστε στην ήδη δοκιμασθείσα
διαδικασία που απέτυχε και που οδήγησε στις εκλογές. Τι απομένει λοιπόν; Και
πάλι εκλογές; Αυτό θα ήταν μια σκέτη πολιτική οδύνη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα
είχαμε πλέον μια σκληρή δοκιμασία της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού και
του ίδιου του μέλλοντος της χώρας.
Αυτές
οι εκλογές, λοιπόν, θα πρέπει εκ των «ων ουκ άνευ» να οδηγήσουν στο σχηματισμό
μιας κυβέρνησης. Αλλιώς ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου