Επί
δεκατέσσερα χρόνια λειτουργούσε το καρτέλ του κοτόπουλου στο οποίο συμμετείχαν
δέκα μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά, αλλά και ο
οικείος κλαδικός σύνδεσμος, καθορίζοντας τις τιμές χονδρικής και λιανικής, αλλά
και μοιράζοντας μεταξύ τους τα κανάλια διανομής. Η οργάνωση του καρτέλ ήταν
τέτοια που, σύμφωνα με πληροφορίες, είχαν δημιουργήσει μέχρι και άτυπο
μηχανισμό παρακολούθησης των τιμών και της τήρησης των συμφωνιών που είχαν
συνάψει μεταξύ τους.
Αυτά
είναι μερικά από τα πολλά και άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα της αυτεπάγγελτης
έρευνας που πραγματοποίησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η υπόθεση έχει
προγραμματισθεί να εξετασθεί από την ολομέλεια της Επιτροπής στις αρχές
Οκτωβρίου, η οποία και θα αποφανθεί επί της σχετικής εισήγησης. Θεωρείται δε,
ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη περίπτωση καρτέλ στην Ελλάδα μετά την
πολύκροτη υπόθεση του καρτέλ του γάλακτος.
Η
έρευνα ξεκίνησε με αφορμή πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση της Επιτροπής από
το υπουργείο Ανάπτυξης, σχετικά με επικείμενη συντονισμένη αύξηση των τιμών των
προϊόντων πολλών εταιρειών του κλάδου πριν από μερικούς μήνες. Η Επιτροπή
Ανταγωνισμού αξιοποιώντας τις πληροφορίες αυτές πραγματοποίησε έφοδο σε πέντε
διαφορετικά σημεία σε όλη την Ελλάδα ταυτόχρονα και βρέθηκε, σύμφωνα με έγκυρες
πηγές, ενώπιον πληθώρας αποδεικτικών στοιχείων.
Ειδικά
στα γραφεία του Συνδέσμου φέρεται να βρέθηκαν πολλά σημειώματα, ακόμη και
χειρόγραφα, και έγγραφα των παράνομων συμφωνιών που είχαν συνάψει οι
επιχειρήσεις μεταξύ τους και εφήρμοζαν επί σειρά ετών.
Σύμφωνα
με τη χθεσινή ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού από την έρευνα προέκυψαν,
μεταξύ άλλων, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι μεγάλος αριθμός πτηνοτροφικών
επιχειρήσεων συντόνιζε την επιχειρηματική του δράση και μάλιστα σε δύο επίπεδα:
-
Πρώτον, συντονίζονταν για να καθορίσουν τις τιμές πώλησης του νωπού και
κατεψυγμένου κοτόπουλου προς το επόμενο επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού, δηλαδή
στους χονδρεμπόρους, στα σούπερ-μάρκετ, τις ψησταριές και τους κρεοπώλες.
- Δεύτερον,
συντονίζονταν για να μοιράσουν τις αγορές, να κατανείμουν την πελατεία μεταξύ
τους.
Η
δράση του καρτέλ διήρκεσε από το 1996 έως το 2010, σύμφωνα με την εισήγηση, και
οι συμφωνίες κλείνονταν μέσω τακτικών συναντήσεων εκπροσώπων των επιχειρήσεων και
του συνδέσμου της κρεοπαραγωγού πτηνοτροφίας, συναντήσεις οι οποίες
πραγματοποιούνταν άλλοτε σε ξενοδοχεία και άλλοτε ακόμη και σε...καφενεία!
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η αγορά κοτόπουλου έως το 1994 λειτουργούσε σε καθεστώς
διατίμησης. Με άλλα λόγια, δύο χρονιά μετά την τυπική απελευθέρωσή της μερίδα
των επιχειρηματιών του κλάδου θέλησε και πέτυχε να δημιουργήσει και πάλι μια
«κλειστή» αγορά σε βάρος των καταναλωτών αλλά και όσων επιχειρήσεων δεν
συμμετείχαν στο καρτέλ. Σύμφωνα με πληροφορίες οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται
κατέχουν πάνω από το 80% της παραγωγής, ενώ από τις μεγάλες του κλάδου μόνο μία
αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Το
άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από την υπόθεση αυτή είναι ότι για μια
ακόμη φορά ένας κλαδικός σύνδεσμος δεν περιορίστηκε στον ρόλο του που είναι να
υπερασπίζεται τα συμφέροντα των επιχειρήσεων-μελών του στο πλαίσιο μιας
συνδικαλιστικής δράσης.
Οπως
έχει φανεί και από άλλες υποθέσεις που έχει χειρισθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού,
συχνά επαγγελματικά σωματεία και κλαδικοί σύνδεσμοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα
των μελών τους καθορίζοντας για παράδειγμα κατώτατες τιμές ή επιβάλλοντας
γεωγραφικούς περιορισμούς. Εντύπωση, εξάλλου, προκαλεί ότι ούτε και σε αυτή την
περίπτωση επεδίωξαν κάποιες από τις επιχειρήσεις που εμπλέκονταν στο καρτέλ να
εκμεταλλευθούν τις ευεργετικές διατάξεις του προγράμματος επιείκειας, κάτι που
έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική που συναντάται εκτός Ελλάδος.
Δηλαδή,
αν και όταν ξεκίνησαν οι έφοδοι θα μπορούσαν κάποιες από τις επιχειρήσεις να
δώσουν στοιχεία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στη συνέχεια να τύχουν μειωμένων
κυρώσεων ή ακόμη και πλήρους απαλλαγής από τα πρόστιμα -εάν και όταν φυσικά
αυτά επιβληθούν- προτίμησαν να τηρήσουν αυτή την ιδιότυπη «ομερτά» που
χαρακτηρίζει την ελληνική επιχειρηματική σκηνή.
Η
πτηνοτροφία στην Ελλάδα αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια έναν από τους πιο
δυναμικούς κλάδους της αγροτικής οικονομίας και υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει
περίπου το 5% της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής.
Με
τζίρο μισό δισ.
Η
παραγωγή καλύπτει σχεδόν πλήρως την εγχώρια ζήτηση. Πρόκειται δε για μια αγορά
της οποίας μισό δισεκατομμύριο ευρώ και μάλιστα στα μέσα της προηγούμενης
δεκαετίας ο ετήσιος τζίρος έφτανε τα 700 εκατ. ευρώ.
Στον
κλάδο δραστηριοποιούνται περί τις 50 επιχειρήσεις -συμπεριλαμβανομένων και
αυτών που δραστηριοποιούνται μόνο στην παραγωγή αυγών- διαφόρων μεγεθών.
Οι 10
μεγαλύτερες επιχειρήσεις της κρεοπαραγωγού πτηνοτροφίας ελέγχουν πάντως το 80%
της αγοράς και πρόκειται για πλήρως καθετοποιημένες επιχειρήσεις (δηλαδή σε
αυτές γίνεται η παραγωγή φυράματος, νεοσσών, η σφαγή, η τυποποίηση, η εμπορία
και η διακίνηση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου