Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων η Ακακία Κορδόση

Η Ακακία Κορδόση έφυγε από κοντά μας και ταξιδεύει πλέον για την γειτονιά των αγγέλων.

Η εξόδιος ακολουθία, θα γίνει το Σάββατο 28 Μαρτίου στις 12 το μεσημέρι στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Μεσολογγίου.

Η Ακακία Κορδόση γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε κλασική Γαλλική Φιλολογία στην Ελλάδα και μοντέρνα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν, στη Γαλλία. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια. Με τα γράμματα ασχολείται από το 1967. Έχει γράψει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, δοκίμια και μελέτες.
Το 1979 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για γλωσσική μελέτη της και το 1991 της απονεμήθηκε από την Ακαδημία της Γαλλίας το Μέγα Βραβείο των Γαλλικών Γραμμάτων τιμή που έγινε για πρώτη φορά σε Έλληνα συγγραφέα- για τη συλλογή διηγημάτων της με τον τίτλο Δεκατρείς φωνές της σιωπής, που είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία.
Η Ακακία Κορδόση έχει μεταφράσει για γνωστούς εκδοτικούς οίκους (Καστανιώτη, Ζαχαρόπουλο, Κάκτο) κλασσικά έργα Γάλλων συγγραφέων καθώς και την Ιστορία της Πολιορκίας του Μεσολογγίου, του Αύγουστου Φαμπρ. Έχει δημοσιεύσει πλήθος χρονογραφήματα και άρθρα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά και έχει κάνει πολλές εκπομπές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Είναι ιδρύτρια της Κινηματογραφικής Λέσχης Μεσολογγίου, πρόεδρός της επί 10 χρόνια και μόνιμο μέλος του Δ. Σ. του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Μεσολογγίου. Είναι μέλος του διεθνούς Κολεγίου μεταφραστών λογοτεχνίας, του Διεθνούς Οργανισμού Θεατρικής Έρευνας και του Πανελλήνιου Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Έχει λάβει μέρος σε δεκάδες συνέδρια στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό όπως και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ευρωπαϊκού Θεάτρου του οποίου ήταν εισηγήτρια.
Της έχουν απονεμηθεί πολλά μετάλλια και τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το χρυσό μετάλλιο της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου.
Το 2001 η Ακακία Κορδόση επελέγη, μαζί με άλλους 45 Έλληνες συγγραφείς να εκπροσωπήσει τη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης, όπου τιμώμενη χώρα ήταν η Ελλάδα.
Έργα της:
Γκρίζες μέρες (Νουβέλες - Διηγήματα), 1973. Αναλογίες (Δοκίμια) 1974. Ένας άνθρωπος που λεγόταν Μπάϋρον (Θεατρικό) 1974. Μιλήστε μεσολογγίτικα (Γλωσσική μελέτη - Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Δ΄ έκδοση, εκδόσεις Ασημακόπουλος 1998. Ποιος αν φώναζα (Νουβέλες - Διηγήματα) Εκδόσεις Α.Σ.Ε., 1987. Τάσος Μαντάς (Μελέτη) 1990. Δεκατρείς φωνές της σιωπής (Νουβέλες Διηγήματα, Μέγα Βραβείο της Ακαδημίας της Γαλλίας) εκδόσεις Φιλιππότη 1992, εκδόσεις ’γκυρα 2000. Ο εμπρησμός (Μυθιστόρημα) εκδόσεις Φιλιππότη 1992, εκδόσεις ’γκυρα 2000. Οι γερανοί (Νουβέλες - Διηγήματα) εκδόσεις Φιλιππότη 1993. Το διπλό ταξίδι (Μυθιστόρημα) εκδόσεις Φιλιππότη 1994. Τα νοερά καλοκαίρια (Μυθιστόρημα) εκδόσεις Λιβάνη 1995. Σαν μουσική τη νύχτα (Μυθιστόρημα) εκδόσεις ’γκυρα 1997, 1998. Τα χαμένα βήματα του αυτοκράτορα (Νουβέλες - Διηγήματα), εκδόσεις ’γκυρα 1999. Γνωρίστε το Μεσολόγγι (Ιστορική ξενάγηση), εκδόσεις Ασημακόπουλος 1999. Ο μυστικός κόσμος του καθηγητή Αναγνώστου (Διηγήματα), εκδόσεις ’γκυρα 2001. Το Μεσολόγγι της ομορφιάς και του πνεύματος (Μελέτες - Δοκίμια), εκδόσεις Ασημακόπουλος 2001. Σενάριο ντοκυμανταίρ για τον Μάγερ, ΝΕΤ Απρίλιος 1984, σκηνοθεσία Γ. Δάμπαση.


Ο μυστικός κόσμος της Ακακίας Κορδόση

Η Ακακία Κορδόση γράφει «ιστορίες». Μικρές ιστορίες προσώπων, «θαυμάσιες, ανθρώπινες, απλές, συχνά συγκλονιστικές» με «παλλόμενη ευαισθησία» και «βαθιά ανθρωπιά» (όπως έχει πει και η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, η γνωστή ακαδημαϊκός και καθηγήτρια της Σορβόνης).
Η ανάγνωσή τους έχει μια ιδιαίτερη γοητεία, γιατί σε παρασύρει χωρίς βιασύνες για την εξέλιξή τους και την τελική έκβαση. Η πλοκή είναι απλή. Η αφήγηση ακολουθεί τη φυσική ροή του χρόνου, χωρίς επιταχύνσεις και άλματα.

Στις νουβέλες και στα μυθιστορήματα της Ακακίας Κορδόση δεν υπάρχει έντονη εξωτερική δράση. Φαίνεται σαν να χει στηθεί μια κάμερα που παρακολουθεί μεν τις κινήσεις των προσώπων, αλλά εστιάζεται στις ψυχικές τους καταστάσεις, τις σκέψεις τους, τις επιθυμίες και τα σχέδιά τους, που συχνά «βγαίνουν όλα πλάνες». Ζωγραφίζεται «ο βωβός πόνος, η ανέλπιδη υποταγή στη μοίρα με μια τέχνη σοφή που συγγενεύει μ αυτή του Τσέχωφ», όπως γράφει ο Πιερ Γκιράλ στην κριτική του για την Ακακία Κορδόση.

Η αφήγηση τις πιο πολλές φορές είναι ετεροδιηγητική, τριτοπρόσωπη, που παρατηρεί άγρυπνα και με φροντίδα από τα έσω τις σκέψεις και προθέσεις των προσώπων καθώς και τις εκβάσεις των γεγονότων.

Μοιάζει με φιλμ εργαστηρίου. Είναι κινηματογραφική. Έχεις μπροστά σου μια κουρτίνα, σαν τα ριντώ των φωτογραφείων που αν τα παραμερίσεις, ζωντανεύουν οι παλιές φωτογραφίες και δίνουν κίνηση σε μια εποχή ολόκληρη. Ξανακαινουργιώνονται τα παλιά έπιπλα, κινούνται τα εμπορεύματα στα ράφια των παλιών βιβλιοπωλείων και γυαλίζουν ελκυστικά τα βάζα με τις αυθεντικές γεύσεις της καραμέλας στο παλιό ζαχαροπλαστείο. Είναι ο κόσμος της δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας (τέλη 10ετίας του 50 με αρχές 10ετίας του 60), ο νεαρόκοσμος της συγγραφέως που εμμένει νοσταλγικά σ αυτή την περίοδο.

Τα πρόσωπα στα έργα της είναι αντιήρωες. Είναι οι καθημερινοί άνθρωποι αλλά όχι οι τετριμμένοι με τις πολλές μέριμνες και την υπερεργασία, με τις μεγάλες ταχύτητες και με τη στόφα του «εκσυγχρονισμένου». Είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ασήμαντοι, με μια λαχτάρα για τη ζωή που δεν μπορούν να αδράξουν και μ ένα κοινό παρανομαστή στο συναισθηματικό τους κόσμο. Δομημένοι με φίνο υλικό που φαίνεται από την a priori καλή προαίρεσή τους προς τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Οι χαρακτήρες είναι επιφανειακά απόμακροι (όχι κατ ανάγκη από δική τους επιλογή). Δεν είναι όμως υπεροπτικά αποστασιοποιημένοι ή απαιτητικά επιλεκτικοί. Είναι μοναχικοί, χωρίς αυτοπεποίθηση και με μια δειλή αυτοεκτίμηση γεμάτη προσμονή ότι θα βρεθεί κάποια στιγμή αυτός που θα εκτιμήσει τον κρυμμένο θησαυρό της ψυχής τους, αυτός που θα ανταποκριθεί στις μύχιες ελπίδες τους, ο αποδέκτης των επικλήσεών τους, ο εμψυχωτής των προσδοκιών τους. Είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, που μετά την ανάγνωση, έχεις την αίσθηση ότι τριγυρίζουν στον πραγματικό κόσμο και είσαι ανάμεσά τους.

Με τις ιστορίες της αυτές η Ακακία Κορδόση αναζητεί αυτό που δύσκολα φαίνεται σε μια καθημερινότητα οδοστρωτήρα που αναδεικνύει κατά κανόνα τους δυνατούς, τους πληθωρικούς, τους θορυβώδεις, τους εκρηκτικούς, τους δυναμικούς. Σ αυτό το κοινωνικό τοπίο οι χαμηλόφωνοι, οι «αισχυντηλοί», οι «μαζεμένοι», οι διακριτικοί, οι συγκρατημένοι, οι άτολμοι, οι γενικώς θεωρούμενοι ως αδύναμοι δεν ευδοκιμούν.

Η Μάρω Βαμβουνάκη, σε ομιλία της για την Ακακία Κορδόση, γράφει σχετικά: «Όταν στην Ισπανία του Λόρκα η άγρια εξουσία του Φράνκο συνελάμβανε κι εκτελούσε όχι μόνο πολιτικά πρόσωπα αλλά και λόγιους και ποιητές και καλλιτέχνες, συνέλαβε και εκτέλεσε και αυτόν τον μέγιστο ποιητή χωρίς ποτέ ν ανήκε σε κανένα κόμμα. Ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε όμως πει κάτι που ενόχλησε τους διψομανείς της εξουσίας. Είχε πει, «είμαι και θα είμαι πάντα με το μέρος των πιο αδύναμων». Αυτή η φράση μου ρχόταν και μου ξαναρχόταν στην καρδιά όταν διέτρεχα τις ιστορίες της Ακακίας. Η Ακακία γράφει γιατί θέλει να είναι πάντα με το μέρος των πιο αδύναμων. Με το μέρος των πιο ταπεινών, των πιο σιωπηλών, των πιο παραμερισμένων, με το μέρος των ασθενών και των οδοιπόρων. Των ασθενών από ευαισθησία και των οδοιπόρων από εξοστρακισμό. Υπάρχουν δεκάδες θαυμάσια ζωγραφισμένα αδύναμα πλάσματα στα βιβλία της».

Η φύση και γενικά ο χώρος στο έργο της Ακακίας Κορδόση είναι δευτερεύοντα στοιχεία και παρουσιάζονται πάντα σε συνάρτηση με τη δράση των προσώπων. Η διήγηση έχει ατομοκεντρικό χαρακτήρα. Έτσι οι χώροι είναι ιδωμένοι με τη ματιά των προσώπων της. Δίνεται προτεραιότητα στο άτομο και στην κίνησή του μέσα στο χώρο και όχι στο χώρο καθεαυτό. Όταν οι δράσεις τους συντελούνται σε μεγαλούπολη, αυτή είναι η Αθήνα.

Το τοπίο που κυριαρχεί όμως στα περισσότερα έργα της είναι της γενέθλιας πόλης (Αβρούπολη την ονομάζει σε όλα σχεδόν) και της λιμνοθάλασσάς της. Οι περίπατοι στους παρα-λιμνοθαλάσσιους δρόμους και τα μικρά ταξίδια με το πριάρι στα νησάκια της λιμνοθάλασσας. Η κίνηση της Κάτω Αγοράς της πόλης τις πρωϊνές ώρες αλλά και τις βραδινές με την καθιερωμένη βόλτα. Οι περιγραφές του παλιού συνοικισμού των προσφύγων και οι περιγραφές του εσωτερικού σπιτιών με τις ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος από τα τζαμωτά πάνω στα παλιά έπιπλα. «Μέσα σ αυτή τη χώρα με τα γεμάτα αντιθέσεις χρώματα, αυτή προτιμάει τη γκρίζα θάλασσα», γράφει ο Πιερ Γκιράλ. Αυτά όμως είναι τα χρώματα της «Αβρούπολης».

Η γλώσσα στο έργο της Ακακίας Κορδόση είναι το ίδιο απλή με τα πρόσωπά της. Απλή και ανεπιτήδευτη χωρίς λεκτική ή φραστική εκζήτηση. Γράφει όπως μιλούν ή όπως σκέφτονται οι άντρες και οι γυναίκες των ιστοριών της. «Μας κάνει να διακρίνουμε την εσωτερική ζωή των αντρών και των γυναικών που δεν ξέρουν πως έχουν μια εσωτερική ζωή και δε διαθέτουν τις λέξεις για να κάνουν τον απολογισμό της», θα πει ο Μωρίς Ντρυόν, ισόβιος γραμματέας της Ακαδημίας της Γαλλίας, κατά την τελετή της απονομής του Μεγάλου Βραβείου προς την Ακακία Κορδόση στα 1991.

Η Ακακία Κορδόση καταφέρνει να αποδίδει, κατά περίπτωση, τον περιορισμένο πνευματικό ορίζοντα της γυναίκας που είναι περίκλειστη στον κόσμο του σπιτιού της, του άντρα που εργάστηκε χρόνια μικροϋπάλληλος σε μουντούς χώρους, του μικρού ευσυνείδητου τεχνίτη. Όλα αυτά τα πρόσωπα αποδίδουν έναν κόσμο παιδευτικά υποβαθμισμένο αλλά σε καμιά περίπτωση απολίτιστο. Η πεζογράφος δείχνει πως όλοι τους ξέρουν να διακρίνουν τις ποιότητες και τις ποικιλίες τους και να τις εκτιμούν. Και σ αυτό τους υπερασπίζεται.

Είναι, τέλος, πολύ δύσκολο να κρατάς στη γραφή σου τους τόνους που ταιριάζουν στις κινήσεις και στάσεις των προσώπων που ζωντανεύεις επιλέγοντάς τους μέσα από ένα πλήθος χαρακτήρων που γυρεύουν να πάρουν σάρκα και οστά στο νου ενός συγγραφέα. Να βρεις ποιους πρέπει να επιλέξεις, πώς θα τους δώσεις και με ποια υλική υπόσταση και ποιων ανθρώπων τις ζωές θα πλάσεις. Και, σε τελική ανάλυση, ποιους τόνους θα ακολουθήσεις. Η Ακακία Κορδόση επέλεξε τους χαμηλούς τόνους.

Σ ένα σημείωμά του που έστειλε στην Ακακία Κορδόση ο Φρέντυ Γερμανός, όταν στα 1974 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων της , γράφει:
«Επιτρέψτε μου να σας πω πολύ απλά και πολύ λιτά, όπως γράφετε- ότι «οι γκρίζες θαμπές σας ιστορίες» -όπως τις λέτε- με συγκίνησαν πάρα πολύ. Πάντα πίστευα ότι έτσι πρέπει να γράφονται οι ανθρώπινες ιστορίες. Όχι με κραυγές: Με ψιθύρους»

Δεκατρείς Φωνές της Σιωπής, 1992
Πέρασε μια βδομάδα ποτισμένη απ την ιδέα του. Γρήγορες κι ελαφρές έφευγαν οι στιγμές περιμένοντας το Σάββατο. Τις πρώτες μέρες σιγύρισε καλά το σπίτι, φύτεψε λουλούδια στις γλάστρες και μετά άρχισε να διορθώνει την εμφάνισή της. Έκοψε λίγο τα μαλλιά της και τα στερέωσε στα πλάγια με δυο άσπρα χτενάκια. Αγόρασε ένα άσπρο φόρεμα με γκρίζα λουλούδια, ασπρόμαυρες μπλούζες. « ’λλος άνθρωπος έγινες που έβγαλες τα μαύρα», της λέγανε στο γραφείο. «Επιτέλους! Μαράζωσες τόσα χρόνια».

Έδειχνε στον κόσμο ένα νέο, αστραφτερό πρόσωπο, που χαμογελούσε σ όλους με αγάπη: στους συναδέλφους στο γραφείο, στους γείτονες, στους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο. Ζούσε σε μια χαρούμενη έξαψη. Δε διάβαζε πια τα βιβλία της, κι όταν τελείωνε τις δουλειές ταπογεύματα πήγαινε και καθότανε στην παραλία, στο ίδιο καφενείο και στο ίδιο τραπέζι που τον είχε συναντήσει. Μια καινούρια συμπάθεια την έδενε πια με το μέρος και με τους ανθρώπους. Είχε την αόριστη εντύπωση πως ο γερο-καφετζής με τα γυαλιά που διάβαζε πάντα μια εφημερίδα, και ο νεαρός βοηθός που σερβίριζε-αναπόσπαστα κομμάτια εκείνης της υπέροχης Κυριακής-της χαμογελούσαν τώρα πιο ζεστά και εγκάρδια, σαν να τα είχαν όλα καταλάβει και συμμεριστεί και φιλικά επιδοκιμάζανε. Καθώς οι πελάτες ήταν πάντα αραιοί, έπιανε τώρα συχνά κουβέντα μαζί τους για τον καιρό, για τις δουλειές, και δεν έχανε ευκαιρία να τον αναφέρει, για κάτι που είχε πει για το καφενείο τους, για τη θάλασσα εκεί μπροστά ή για την πόλη. Στο γραφείο έβρισκε την ίδια ευκαιρία να επαναλαμβάνει κουβέντες που της είχε πει ( «όπως μου έλεγε ένας φίλος μου») και που τις έβρισκε βαριές από νοήματα, και με τι κρυφή χαρά, όταν την κάλεσαν σε μια συνέλευση του συλλόγου της, που θα γινόταν το Σάββατο το απόγευμα, είπε, «είναι αδύνατον, έχω μια δουλειά». ( Γι αυτούς που την άκουγαν-σκεφτόταν η Δάφνη-η λέξη «δουλειά» ήταν ένας όρος φθαρμένος απ την καθημερινή χρήση, άχρωμος κι ασήμαντος, να καθαρίσει το σπίτι, ας πούμε, ή να πάει μια επίσκεψη, ή το πολύ, να ήταν καλεσμένη σε κάποια γιορτή. Για κείνη όμως είχε την ανείπωτη γοητεία μιας μυστικής υπόσχεσης).

Ο Εμπρησμός, 1992
Μισοφόρεσε το παπούτσι της και, κουτσαίνοντας, μπήκε κι αυτή απ΄ τη μεσαία πόρτα.
Αριστερά, όπως έμπαινες, ήταν τα ταμεία που έκοβαν τα εισιτήρια, και καμιά δεκαριά άτομα ήταν στημένα στη σειρά και περίμεναν, έχοντας ακουμπήσει- οι περισσότεροι- όρθιες, κάτω, τις βαλίτζες τους. Δεξιά ήταν ένας πλατύς διάδρομος- ευτυχώς χωρίς κόσμο.

Η Βάσω έκανε δεξιά, προχώρησε και κάθησε στον τρίτο πάγκο: Δεν είχε καμία όρεξη για την βλέπουνε, ούτε και να τους βλέπει

’νοιξε την τσάντα της, έβγαλε από μέσα το κουτί με τα τσιγάρα της, κι ύστερα την άφησε δίπλα της, πάνω στον πάγκο. Πήρε απ΄ το πακέτο ένα τσιγάρο και τ άναψε.

Ήτανε τόσο νηστική και κουρασμένη, που με την πρώτη ρουφηξιά ζαλίστηκε. Πήρε όμως αναπνοή βαθιά και συνέχισε να τραβάει. Σιγά σιγά, η ζάλη της πέρναγε, και της έμενε μια αναγούλα, σαν να χε πάθει δηλητηρίαση και να θελε να ξεράσει. Ε, και λοιπόν, τι πείραζε; Αν ήτανε να ξεράσει, ας ξέρναγε. Μισή ντροπή δική της και μισή των άλλων, όπως έλεγε και μια φίλη της μάνας της. Ποιόν ενοχλούσε;

Τα σκεφτόταν όλ αυτά, κι αγρίευε από μέσα της, χωρίς να ξέρει με ποιόν τα χε.

Πέταξε κάτω τη γόπα της και την πάτησε στα τυφλά, ενώ συνέχιζε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι. Κι αν ενοχλούσε κανέναν, σκοτίστηκε. Δεν πήγαιναν στο διάολο όλοι τους; Κι οι άντρες, που ήταν καλοί μόνο γι αυτές που τους γυάλιζαν, ή γι αυτές που τους τα φοράγανε, κι οι φιλενάδες που σ αγαπάγανε , μόνο για να έχουν παρέα να βγαίνουν, κι οι συγγενείς, που όταν ήταν να σε βοηθήσουν, δε σε γνωρίζανε.

’ναψε και δεύτερο τσιγάρο. Καθώς τραβούσε την πρώτη ρουφηξιά, κούνησε το σπίρτο στον αέρα για να το σβήσει. Δεν έσβηνε όμως εύκολα, κι έτσι νευριασμένη, το πέταξε αναμμένο δίπλα της.

Είχε βαρεθεί να περιμένει, να παρακαλάει, ν αγωνίζεται. Οι άλλες τα βρίσκαν όλα έτοιμα, κι έκαναν και τις δύσκολες. Α, στο διάολο! Τενεκέδες! Παλιάνθρωποι!

Καθώς έβριζε τον κόσμο από μέσα της, είδε το καλάθι με τα παλιόχαρτα, δίπλα της, να χει γεμίσει φλόγες. Δεν έδωσε σημασία. Τι την ένοιαζε. Δε πα να κουμπουριάζονταν όλοι; Νοιάστηκε ποτέ γι αυτή κανένας κερατάς; Τη συμπόνεσε κανένας; Όρμπος λοιπόν! Αυτή τι είχε, τι έχανε.

Στο μεταξύ, οι φλόγες απ το καλάθι είχαν ανέβει ψηλά, κι είχαν πιάσει οι κουρτίνες απ τα παράθυρα, που ήταν στη γραμμή στο τοίχο, από πίσω της, κι έπεφταν ώς κάτω.

Γύρισε αδιάφορα και τις κοίταξε, κι επειδή η φωτιά απλωνόταν, έσκυψε το κεφάλι της για να μην πιάσουν τα μαλλιά της.

Συνέχισε να καπνίζει, μέχρι που ένα σκατόπαιδο ξεκεφάλωσε στη γωνιά του διαδρόμου, κι έβαλε τις φωνές: «Μαμά, μαμά φωτιά! Φωτιά!».

Στη στιγμή ο διάδρομος γέμισε κόσμο.

’λλοι τρέχανε να σβήσουν τη φωτιά μα η φωτιά έτρεχε πιο γρήγορα από κείνους- κι άλλοι έκαναν στροφή κι όρμαγαν προς την πόρτα.
-Εσύ την έβαλες τη φωτιά; Τη ρώτησε άγρια κάποιος.
-Ναι, εγώ, του είπε η Βάσω.

Ύστερα ξανάπιασε να κοιτάει τον τοίχο.

Μέσα απ τη φασαρία και τους καπνούς, έφταναν ώς τ αυτιά της οι κουβέντες των ανθρώπων, γύρω της.
-Αυτή η βρώμα την έβαλε.
-Να πάει να κάψει το σπίτι της, κι όχι να μας κοψοχολιάσει Χριστουγεννιάτικα.
-Τηλεφώνησα στο εκατό.
-Στην πυροσβεστική! Στην πυροσβεστική!
-Φέρτε ένα κουβά. Τρέξτε.
-Να! έχουμε πυροσβεστήρα.

Το Διπλό Ταξίδι, 1994
Ήταν μια από τις πιο ωραίες βραδιές της ζωής του. Καθισμένος στην πάνινη πολυθρόνα του, με τον έναστρο, καλοκαιρινό ουρανό πάνω απ το κεφάλι του, τις έγνοιες του σπιτιού μίλια πίσω του, και τις πίκρες που τον περίμεναν κρυμμένες κι αόρατες, σταμάτησε για δυο ώρες τον χρόνο, σαν τον ήλιο της Γαβαών, πριν τον χάσει για πάντα.

Βγήκαν κι οι δυο απ το θέατρο γοητευμένοι και βουβοί και πήραν να ανεβαίνουν το πλατύ πεζοδρόμιο της Λεωφόρου- δεν τους έκανε καρδιά να γυρίσουν στα σπίτια τους.
- Τι υπέροχη μουσική! Είπε ο Θωμάς σαν να μίλαγε μόνος του. Και τι λόγια, ε; Ποίηση πραγματική, όχι αστεία! Μπαίνει ίσια στην ψυχή σου.

Αυτός δεν μίλαγε.
- Κι «ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο το φέγγος του έχει μάσει», είπε στο τέλος.
- Τι είπες; Έκανε ο Θωμάς.
- Αυτόν τον στίχο απ τον «Επιτάφιο». Μ αρέσει πολύ. Τον βρίσκω πολύ παραστατικό.

Ο Θωμάς κοντοστάθηκε.
- Να σου πω κάτι; Είπε. Μου φαίνεται πως, αν ήξερα ότι στην κηδεία μου θα μου τραγούδαγαν τον «Επιτάφιο», δεν θα μ ένοιαζε να πέθαινα κι αυτή τη στιγμή.

Αυτός το σκέφθηκε.
- Δεν έχεις άδικο, είπε.

Μεσ στο λεωφορείο τώρα, ενώ έσβηναν οι τελευταίες συγχορδίες του τραγουδιού, ξανάβρισκε αυτόματα βαθιά μέσα του, για μια στιγμή, όλη τη συγκίνηση της μακρινής εκείνης βραδιάς (τον ουρανό, τη μουσική, τα λόγια του Θωμά, που δεν πέθανε, βέβαια, αλλ είχε εντελώς αλλάξει), δεν ήταν όμως δυνατόν να την ανασύρει ώς αυτόν και να τη ζήσει πάλι, γιατί τα στρώματα τόσων άλλων εντυπώσεων που είχαν μεσολαβήσει θα πεφταν σα στάχτες πάνω της και θα σβηναν την πρώτη της λάμψη.

Έτσι, με νοσταλγία και λύπη, την άφηνε πίσω του, όπως αφήνουμε στη θέση της μια φωτογραφία σε άλμπουμ παλιό, άλμπουμ που τώρα έκλεινε με το επόμενο τραγούδι του ραδιοφώνου.

Νοερά Καλοκαίρια, 1995
Αν δεν ακουγόταν το ελαφρό τρίξιμο των τροχών των ποδηλάτων μας πάνω στο δρόμο κι αν δε μας χτύπαγε στο πρόσωπο η πρωινή αύρα, θα μπορούσαμε να νομίσουμε πως δεν προχωρούμε, πως μένουμε ακίνητοι κι έρχονται προς το μέρος μας οι στύλοι του ηλεκτρικού δυο μακριές γραμμές που όλο και σβήνουν, ενώ κάνουν το δρόμο να φαίνεται στο βάθος του πιο στενός.

Εδώ εκεί, κάποιο πουλί της θάλασσας πετάει παράλληλα με το νερό βγάζοντας μια λεπτή κραυγή, ενώ κάποιο αφρόψαρο γλιστράει μ ένα θρόϊσμα, ρυτιδώνοντας για μια στιγμή την επιφάνεια της ρηχής θάλασσας.

Είναι οι μόνοι θόρυβοι, που δεν ταράζουν όμως μάλλον τονίζουν πιο πολύ- την πρωινή γαλήνη.

Κι εμείς, σαν μέσα σε όνειρο, κινούμαστε προς τα μπρος χαρούμενοι, μια ψυχή σε πολλά σώματα, όλοι μαζί.

Βλέπω μπροστά μου πλάτες ηλιοκαμένες, νεανικές, μπλουζάκια κοντομάνικα, μαλλιά ξέπλεκα ή δεμένα αλογοουρά, ψάθες ριγμένες πίσω γιατί είν ακόμα νωρίς- και λινά καπελάκια «τζόκεϊ». Βλέπω τα γελαστά πρόσωπα των μπροστινών, καθώς γυρνάνε και κουβεντιάζουν μ εμάς τους πίσω. Τους έχω μπροστά μου όλους μαζί, και δίπλα μου τον Ηλία, που η παρουσία του μου δίνει φτερά. Γυρίζω κάθε τόσο λιγάκι προς τα δεξιά το κεφάλι μου, και χωρίς να κοιτάξω στο πλάι («δια του κανθού», όπως θα λεγε και η γιαγιά μου), νιώθω το βλέμμα του πάνω μου. Θέλω να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω όλους, να τραγουδήσω δυνατά, μα προσπαθώ να κρατηθώ, γιατί ξέρω πως δεν του αρέσουν οι διαχύσεις και τα ξεσπάσματα. Έτσι, περιορίζομαι να γελάω χαρούμενα μ ό, τι αστείο λένε οι άλλοι.

[Λέω «οι άλλοι» και καθώς του φέρνω όλους εδώ τον ’ρη, τη Μερόπη, τον Πωλ, τον Θωμά, την Ελένη-, συνειδητοποιώ πως η τωρινή μου στιγμή (το τραπέζι όπου γράφω, τα χαρτιά, το δωμάτιο) φεγγίζει εδώ κι εκεί πίσω απ την εικόνα τους. Όπως και να το κάνουμε, οι ανέπαφες αναμνήσεις αν εξαιρέσουμε τις κακές- είναι πολύ δυσεύρετες. Είτε έχουν εντελώς χαθεί, γιατί ήταν ασήμαντες (κι αυτές βέβαια δε μας ενδιαφέρουν), είτε είναι αγνώριστες, απ τον καλλωπισμό που τους έχουμε κάνει, είτε έρχονται κοντά μας μόνο για μια στιγμή κι αμέσως διαλύονται, διωγμένες απ την παντοδυναμία του παρόντος. Κι ο νους άγρυπνος, μια προσπαθεί να τις βρει και να χαθεί στη μαγεία τους, μια τις κοιτάζει από μακριά, τις κρίνει και τις συγκρίνει. Έτσι, βλέπω, ας πούμε, τον Πωλ πότε σαν έναν ευχάριστο σύντροφο συνομήλικό μου όπως ήταν κι όπως τον έβλεπα τότε πότε σαν ένα τρυφερό, γλυκό παιδί, που θα μπορούσε να ναι σήμερα γιος μου.]
κείμενο: ΜΑΧΗ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

ΣHMEIΩΣH: Το κείμενο αυτό είναι παρμένο από το βιβλίο «ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΛΙΝΜΟΘΑΛΑΣΣΑΣ» που εκδόθηκε από την Παπαχαραλάμπειο Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου το 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια: