Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Η απολογία – ομολογία του πρωθυπουργού

Του Νίκου Τσούλια     
Η πρόσφατη συνέντευξη του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στο κρατικό κανάλι της τηλεόρασης ήταν μια απολογία – ομολογία αλλά και μια αποκάλυψη της αλήθειας. Ήταν το τέλος μιας μεγάλης πολιτικής απάτης που στηρίχτηκε στον επινοημένο άξονα Μνημονίου – Αντιμνημονίου.
      Και να γιατί. Ήταν συνέντευξη απολογίας, γιατί μίλησε για πρώτη φορά για την εφαρμογή ενός πολύ σκληρού Μνημονίου εγκαταλείποντας την πολιτική φρασεολογία της κατάργησης των μνημονιακών πολιτικών. Ήταν μια ομολογία ότι όχι μόνο απέτυχε για να βγάλει την Ελλάδα από τη σκιά των προηγούμενων μνημονίων αλλά γιατί φέρνει ένα χειρότερο μνημόνιο, γιατί το σύνθημα «η ελπίδα έρχεται» έγινε «ο εφιάλτης είναι εδώ».
      Ήταν και μια αποκάλυψη της αλήθειας, την οποία εδώ και αρκετά χρόνια την απέκρυπτε από τον ελληνικό λαό κάτω από τη σκέπη της δημαγωγίας του. «Δεν υπήρχε άλλη καλύτερη λύση από την εφαρμογή του Μνημονίου», ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός. Οι άλλες «λύσεις», όπως ισχυρίστηκε, ήταν η άτακτη χρεοκοπία και η συντεταγμένη χρεοκοπία που θα έφερναν τη χώρα σε χειρότερη θέση. Πολύ ωραία. Αλλά από πότε δεν υπήρχε άλλη λύση; Τώρα τον Ιούλιο του 2015, τον Ιανουάριο του 2015 ή και τα προηγούμενα χρόνια των άλλων κυβερνητικών σχημάτων; Εδώ απέφυγε να δώσει μια εξήγηση ο κ. Τσίπρας. Και μάλιστα αντί να ομολογήσει ευθαρσώς την πολιτική εξαπάτησης που ασκούσε μέχρι την εφαρμογή του δικού του Μνημονίου και να απολογηθεί στο λαό, επιχειρεί να εξηγήσει στο Λαφαζάνη και απολογείται στην αριστερή πτέρυγα του κόμματός του – ωσάν αυτό να ενδιαφέρει την ελληνική κοινωνία – ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Αλλά και αυτός δεν έλεγε στους προηγούμενους πρωθυπουργούς και στις προηγούμενες κυβερνήσεις τα φληναφήματα που λέει τώρα ο Λαφαζάνης;
      Ο κ. Τσίπρας πρέπει να αποκαλυφθεί πλήρως, γιατί εξαπάτησε το λαό συνειδητά. Γιατί ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε σχέδιο Β΄. Και τότε ως προς τι όλο αυτό το αντιμνημονιακό ξεσήκωμα που έκανε τόσα χρόνια αφού δεν είχε κανένα πολιτικό σχέδιο και καμιά εναλλακτική λύση; Έπλεξε και το εγκώμιο του κ. Καμμένου και των ΑΝ.ΕΛ. Και αυτό έχει τη σημασία του. Γιατί δεν είχαν και δεν έχουν καμιά σκιά στη συνεργασία τους – όπως ο ίδιος ομολόγησε – αν και έχουν εντελώς διαφορετική πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα; Μήπως η απάντηση είναι πολύ απλή, στη νομή της εξουσίας με την ιστορική ευκαιρία που δινόταν για «το πρώτη φορά αριστερά», με κοινό πολιορκητικό κριό των δύο κομμάτων έναν απόλυτα ψευδή άξονα «μνημονίου – αντιμνημονίου» και με άφθονο προπέτασμα λαϊκισμού; Πώς θα άλλαζε τη συντηρητική Ευρώπη, με την …προοδευτική ασπίδα του εθνικιστή Καμμένου;
      Και έτσι αντί να βλέπουμε ότι το πιο πιθανό πρόβλημα της συγκυβέρνησης θα προέκυπτε από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να έχουν τα δύο διαφορετικά κόμματα, βλέπουμε τη ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Υπάρχει και ένα άλλο ερώτημα. Ο κ. Τσίπρας εξαπάτησε και την αριστερή πλατφόρμα ή απλώς αυτή η εσωκομματική πτέρυγα επιχειρεί τώρα επί ματαίω να σώσει την αριστεροσύνη του ΣΥ.ΡΙ.Ζ.Α.; Και μια απορία. Ο κ. Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι «δεν πιστεύει» στη Συμφωνία(!), που αυτός ο ίδιος υπέγραψε και μάλιστα με «μεγάλο αγώνα». Μήπως τελικά εκτός από τη διχοτόμηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχουμε και διχοτόμηση του πρωθυπουργού;
      Πέντε και πλέον μήνες η Ελλάδα ζει στη «λίθινη εποχή της». Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο κυβερνητικής πολιτικής. Δεν γινόταν καμιά διαπραγμάτευση. Η χώρα βούλιαζε στην ύφεση και η συγκυβέρνηση πουλούσε δήθεν ηρωισμό στις αγορές, στη συντηρητική Ευρώπη, στον καπιταλισμό, στον ιμπεριαλισμό αλλά και ιδεολογικά θεωρητικά φληναφήματα στην κομματική εικόνα της αριστεράς. Υπήρχε ποτέ κανένα ίχνος αριστερής πρότασης διακυβέρνησης ή μιας εναλλακτικής πρότασης όλο αυτό το διάστημα;
       Το φοβερό είναι ότι ο κ. Τσίπρας αγνοεί και μια μεγάλη πολιτική και ιστορική αλήθεια. Θα ήταν ήδη (ο πιο) αναλώσιμος πρωθυπουργός – κάτι που απλώς θα καθυστερήσει -, δεν θα είχε ούτε καν αυτή τη δυνατότητα απολογίας ως πρωθυπουργός αφού παρέμεινε στη θέση του με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης. Ο κ. Τσίπρας θα ήταν παρελθόν ως πρωθυπουργός, γιατί δεν είχε καμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία της συγκυβέρνησης για να πάει να διαπραγματευτεί. Σώθηκε από την απόφαση της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών και από τη στάση εθνικής ευθύνης των κομμάτων Ν.Δ., ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και δεν έκανε ούτε καν μια τυπική αναφορά στο γεγονός αυτό, δείγμα του λαϊκισμού του και της έλλειψης στοιχειώδους πολιτικού ορθολογισμού!

      Όταν ένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να κάνει αυτοκριτική για ένα μείζον θέμα στο οποίο σκαιά και προκλητικά δημαγώγησε, όταν δεν ομολογεί ότι δεν είχε ποτέ κανένα εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης αλλά απλώς κατασκευές ιδεολογημάτων – τις οποίες κρατούν τώρα οι σύντροφοί του -, τότε δεν έχει καμιά προοπτική. Την ιστορία μπορείς να την ξεγελάσεις πρόσκαιρα αλλά είναι αυτή που θα έχει τον τελικό αμείλικτο λόγο!

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ο πόλεμος που χάθηκε, οι μάχες που έρχονται

Εν τέλει, η τελευταία στρατιά του Έλληνα Μπρανκαλεόνε ηττήθηκε, όπως ήταν προβλεπόμενο, στη σύγκρουση με τους σιδερόφραχτους τεύτονες ιππότες. Ο πόλεμος κράτησε πεντέμισι χρόνια. Και υπήρξε ένας πόλεμος ενός αποδυναμωμένου από την παρασιτική “ευρωστία της σαρκός” ελληνικού λαού με το παγκόσμιο σύστημα και τον τοπικό του εκπρόσωπο, την τευτονική Ευρώπη. Μέσα σε έξι χρόνια, μέχρι το τέλος του 2015, η Ελλάδα θα έχει χάσει το 30% του εθνικού της εισοδήματος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα έχουν εξαθλιωθεί και εκατομμύρια θα έχουν χάσει τη δουλειά τους ή τον τρόπο της ζωής τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο όρος πόλεμος ανταποκρίνεται απολύτως στις περιστάσεις και την έκταση της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής.
Το ότι σήμερα θεωρώ ότι ένας πόλεμος τελείωσε και τον έχουμε χάσει συνάγεται από πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Κατ’ αρχάς μπήκαμε σε αυτόν υπονομευμένοι από τον οικονομικό παρασιτισμό και την πνευματική μας παρακμή, από την προδοσία των ελίτ κάθε είδους, και προπαντός της πολιτικής «τάξης». Μπήκαμε σε αυτόν αφού πρώτα είχαμε χάσει την παραγωγή και το παραγωγικό μας ήθος, αφού είχαμε απολέσει εν πολλοίς την ιδιοπροσωπία μας και την αίσθηση του συνανήκειν σε ένα συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, βρεθήκαμε σ’ αυτόν χωρίς τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης (αυτού του περιβόητου plan B), πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, από τη νεοθωμανική Ανατολή και τη νεοτευτονική Ευρώπη.
Και αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα ήρθαν να επιδεινωθούν δραματικά από τις συμπεριφορές των πολιτικών ηγεσιών, που επί σαράντα χρόνια διαβουκολούν τον ελληνικό λαό.

Η κρίση του πολιτικού συστήματος αποτελεί στοιχείο της συνολικής παρακμής, αλλά έχει και έναν αυτόνομο χαρακτήρα που συνέβαλε στην επιδείνωσή της. Δηλαδή, ο παρασιτικός χαρακτήρας του σύγχρονου ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού οικοδομήματος, στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ, παρήγαγε ηγεσίες διεφθαρμένες (στην περίπτωση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ) ή απολύτως δημοκοπικές και ανίκανες, όπως εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Το γεγονός δηλαδή ότι, όταν άρχισε η κρίση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, βρέθηκε η έσχατη φιγούρα της παρακμής και της βλακείας αντικατοπτρίζει την παρακμή ενός κόμματος που ήρθε από τη μεταπολίτευση να ηγεμονεύσει την ελληνική, κοινωνική και πολιτική ζωή, και να αναπαράγει τον εαυτό του στην εξουσία διαφθείροντας σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού σώματος. Ο μεγάλος αντίπαλός του, η Ν.Δ., από εκφραστής μιας εγχώριας, έστω και ενδοτικής αλλά υπαρκτής, αστικής τάξης, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβλήθηκε σε ένα αδειανό κόμμα ενός εκφυλισμένου καταναλωτικού και παρασιτικού αστισμού, χωρίς κανένα σχέδιο και πρόταγμα για τη χώρα. Τέλος, η ψευδωνύμως «πρώτη φορά αριστερά» αποτελούσε το πνευματικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό καρύκευμα του μεταπολιτευτικού κόσμου που, στις συνθήκες της κρίσης, από ιδεολογική έκφραση του κυρίαρχου μηδενιστικού παρασιτισμού, μεταβλήθηκε σε ηγεμονικό πολιτικό κόμμα.
Η αλληλοδιαδοχή και των τριών αυτών δυνάμεων στην ηγεσία της χώρας, αυτά τα κρίσιμα χρόνια, η οποία θα καταλήξει εντός των ημερών στην από κοινού διακυβέρνηση της χώρας, ολοκληρώνει με κωμικοτραγικό τρόπο αυτό που ο ελληνισμός και ο λαός βιώνουν αποκλειστικά με τραγικό και δραματικό τρόπο. Οι τρεις αυτοί πυλώνες της μεταπολίτευσης θα βρεθούν στο τέλος αγκαλιασμένοι, αφού πρώτα έχασαν, τη μία μετά την άλλη, τις μάχες της ανάταξης και της αξιοπρέπειας της χώρας.
Και το ερώτημα που μπαίνει σε όλους μας, και στον ελληνικό λαό, είναι τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε, κάτω υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ο ένας δρόμος, εκείνος του δημοκοπικού περιθωρίου, είναι να συνεχίσουμε σε μία κραυγαλέα επίκληση νέων δυνάμεων (ποιών άραγε, των χρυσαυγιτών;) ώστε να συνεχίσουμε μέχρι τελικής μας εξοντώσεως έναν ήδη χαμένο πόλεμο που θα μετατραπεί σε εμφύλιο, ή ο δρόμος της εξόδου, οριστικής, από την εποχή του χαμένου πολέμου και της οικοδόμησης μιας «μεταπολεμικής», δηλαδή ριζικά μετα-μεταπολιτευτικής, πρότασης, ώστε να κερδίσουμε τον νέο μεγαλύτερο πόλεμο για τη σωτηρία του τόπου, που βρίσκεται μπροστά μας. Έχοντας αναγνωρίσει τις αδυναμίες και τα στοιχεία που μας οδήγησαν σε μια αναπόδραστη ήττα, να παρέμβουμε στη θεραπεία και την ανάταξή τους.
Αν δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, το επόμενο στάδιο του πολέμου είναι η μετατροπή του σε εμφύλιο πόλεμο. Από τη στιγμή και πέρα που οι βασικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποδείχθηκαν ανίκανες να τον ολοκληρώσουν με νικηφόρο τρόπο, δεν μένει, αν δεν εξέλθουμε από τα πεδία των περασμένων μαχών, παρά να στραφούμε υποχρεωτικά στην ανθρωποφαγία και τον εμφύλιο.
Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως οι ΑΝΕΛ) αποτέλεσαν την τελευταία ελπίδα του ελληνικού λαού για την αντιμετώπιση της μνημονιακής απειλής και γι’ αυτό υποσχέθηκαν την έξοδο (ηρωική και τελεσίδικη από την εποχή των μνημονίων) και τη φαντασιακή είσοδο και πάλι σε μια εποχή πλησμονής και ευωχίας. Επειδή όμως αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι φαντασιακή και μόνο, θα προσέκρουε αναπόφευκτα στον τοίχο της πραγματικότητας, όπως αυτός αναδείχθηκε στο τέλος της διαδρομής, μέσα από τις κλειστές τράπεζες και την απειλή κατάρρευσης ολόκληρου του παρασιτικού οικονομικού μας οικοδομήματος. Έτσι, και οι αντιμνημονιακοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ένα νέο εξίσου βαρύ ή βαρύτερο μνημόνιο και να μπουν στον δρόμο ενός καινούργιου δανεισμού και νέων δεσμών για τη χώρα. Ο κύκλος είχε πλέον κλείσει. Ξεκίνησε με τις δύο «υπερδυνάμεις» του πολιτικού συστήματος, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, και ολοκληρώθηκε με τον ιδεολογικό εκφραστή του μηδενιστικού παρασιτισμού, την αριστερά και τους «αντιμνημονιακούς». Το ίδιο είχε συμβεί εν μέρει και με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, η οποία είχε απορρίψει το πρώτο μνημόνιο, που είχε υπογράψει μόνο του το ΠΑΣΟΚ. Το δεύτερο μνημόνιο το υπέγραψαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ένα τμήμα της αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ, και το ΛΑΟΣ. Τέλος, το τρίτο μνημόνιο το φέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ και το συνυπογράφουν η Ν.Δ. και τα υπολείμματα της κεντροαριστεράς. Δηλαδή το πολιτικό σύστημα στις βασικές του συνιστώσες έχει αποδεχθεί και έχει υπογράψει την ήττα. Και αυτή η ήττα έλαβε τις πιο δραματικές διαστάσεις μέσα από την αστραπιαία (μέσα σε έξι μήνες και, στην τελευταία φάση, μέσα σε μία βδομάδα) μεταβολή του αντιμνημονιακού ΟΧΙ σε μνημονιακό ΝΑΙ. Ήταν κυριολεκτικά η μάχη της Μελούνας για το πολιτικό σύστημα.
Ωστόσο, αν μείνουμε μόνο στο πολιτικό σύστημα και τις ευθύνες του, έχουμε περιγράψει ένα κομμάτι της αλήθειας και ίσως το μικρότερο. Και κινδυνεύουμε να πέσουμε στην εμφυλιοπολεμική ρητορεία της δημοκοπίας, εκείνων που διαχωρίζουν το λαϊκό σώμα και τη χώρα από τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Και όμως, τον πόλεμο δεν τον έχασαν μόνον οι «στρατηγοί», δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, αλλά τον έχασε ο ίδιος ο λαός και η ίδια η χώρα. Ο ΓΑΠ, ο Σαμαράς και κατεξοχήν ο Τσίπρας, αποτελούν όψεις του συλλογικού μας εαυτού, αντανακλάσεις της δικής μας ιδιοσυστασίας και παθογένειας. Όχι προφανώς με την έννοια του «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά με εκείνη την αλήθεια, πως οι λαοί και οι στρατοί έχουν τις ηγεσίες που τους ταιριάζουν. Τον ΓΑΠ τον ανέδειξε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ένας τεράστιος αριθμός συμπολιτών μας, που τον ψήφισε αγεληδόν στις εσωκομματικές ψηφοφορίες του ΠΑΣΟΚ (ανάμεσά τους και άνθρωποι με υψηλό πνευματικό μορφωτικό και ηθικό επίπεδο). Ο Αντώνης Σαμαράς υπήρξε η καλύτερη δυνατή επιλογή από τις δύο και μόνον(!) που τέθηκαν στην κρίση των ψηφοφόρων της Ν.Δ. (δηλαδή του ιδίου και της Ντόρας Μπακογιάννη). Τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας, ένας νεαρός δημαγωγός, ικανός αποκλειστικά για επικοινωνιακά τρικ και ανίκανος για συγκεκριμένο έργο, όχι μόνον μεταβλήθηκε στον εκλεκτό του ελληνικού λαού, αλλά ακόμα και στο τέλος του σάλτο μορτάλε των έξι μηνών της εξουσίας του, με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, υπήρξε για μία ακόμα φορά ο εκλεκτός του ελληνικού λαού.
Τόσες πολλές συμπτώσεις δεν είναι δυνατόν να είναι τυχαίες. Αντανακλούν αντίθετα την ποιότητα και το δυναμικό των κοινωνικών τάξεων, την ποιότητα του συλλογικού υποσυνείδητου, εν τέλει τη συλλογική μας παρακμή.
Κατά συνέπεια, μετά τη διαδοχική αποτυχία των τριών «στρατηγών» μας, πρέπει να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα όχι μόνο για τους στρατηγούς αλλά και για τον στρατό τους, την επιμελητεία του και το στρατηγικό βάθος στο οποίο στηρίζεται.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε στην προηγούμενη αυταπάτη, τότε το επόμενο βήμα είναι ένας λιγότερο ή περισσότερο ανοικτός εμφύλιος. Αυτός, που για πρώτη φορά διεγράφη απειλητικά στον ορίζοντα του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος. Ποτέ άλλοτε στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων δεν ήταν τόσο βαθύς και μαζικός ο διαχωρισμός και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Παρέες, οικογένειες, σύλλογοι, χωριά, γειτονιές, συλλογικά υποκείμενα κάθε είδους, διαιρέθηκαν σε ακραίο βαθμό μέσα από αυτό το δημοψήφισμα. Αρκεί να δει κανείς το ύφος και τους τόνους των διαδικτυακών διαμαχών την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Επρόκειτο για ένα σήμα κινδύνου. Ο ελληνικός λαός, μπρος στο αδιέξοδο του πολέμου με τους εξωτερικούς «αντιπάλους» δανειστές, στράφηκε, με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, ο ένας ενάντια στον άλλον (διότι, όπως είπε ο εγγονός ενός… στρατηγού του εμφυλίου ονόματι… Τσακαλώτος, μια και δεν μπορούσαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία γιατί θα έπεφτε η κυβέρνηση, κηρύξαμε δημοψήφισμα!). Αυτή είναι πάντα η διαλεκτική του εμφύλιου. Να στρέψεις μια αδιέξοδη εξωτερική σύγκρουση σε εσωτερική διαμάχη. Και εξακολουθούν να υπάρχουν καλοθελητές που επιθυμούν να τον πυροδοτήσουν. Όλοι εκείνοι που θα κραυγάζουν τώρα ενάντια στην «προδοσία» του Τσίπρα, ξεχνώντας πως αυτή υπήρξε απλώς η αναπόδραστη συνέπεια ενός τυχοδιωκτικού σάλτο μορτάλε προς την εξουσία. Η «προδοσία» είναι πάντοτε η απόληξη του τυχοδιωκτισμού. Κατά συνέπεια, η ευθύνη πρέπει να ανευρεθεί στο αρχικό διάβημα και όχι στην τέλος του. Η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας με ψεύδη (τα 12 δισεκατομμύρια της Θεσσαλονίκης), κομπίνες (η εξαπάτηση του Κουβέλη και η απάτη Χαϊκάλη) και πριν απ’ όλα η τυχοδιωκτική διεκδίκηση της «κυβερνώσας αριστεράς», είναι οι βασικοί υπαίτιοι της «προδοσίας» και όχι βέβαια η αθέτηση υποσχέσεων που ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Δεν πρόκειται για «προδοσία» αλλά για απλή εξαπάτηση. Η καταγγελία της «προδοσίας», από δυνάμεις που δεν βρίσκονται σε κανέναν από τους τρεις πυλώνες του πολιτικού συστήματος, αλλά εντοπίζονται είτε στη ναζιστική Χ.Α., που απειλεί με μία μαζική επιστροφή, είτε σε σταλινικά και σχιζοειδή τμήματα της αριστεράς, από τον Λαφαζάνη και την Ανταρσύα έως τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, μπορεί να οδηγήσει σε μία πυροδότηση νέων αδιέξοδων αγώνων οπισθοφυλακής, που θα στρέφονται κατεξοχήν στο εσωτερικό μέτωπο, άρα προς την εμφύλια διαμάχη, μια και θα είναι αδύνατο να πλήξουν τους εξωτερικούς αντιπάλους.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Να αποδεχθούμε τη συγκυβέρνηση του φθαρμένου πολιτικού συστήματος; Αυτό το ερώτημα θέτουν σήμερα και θα το θέτουν όλο και πιο επιτακτικά πάρα πολλοί Έλληνες.
Κατ’ αρχάς, αυτά τα κόμματα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος εκπροσωπούν εκλογικά το 90% περίπου των ψηφοφόρων (και, σε ό,τι αφορά τα μνημονιακά κόμματα, έλαβαν το 40% περίπου των ψήφων), κατά συνέπεια δεν μπαίνει κάποιο ζήτημα για το αν θα «επιτρέψουμε» μία συγκυβέρνηση Τσίπρα, Ν.Δ., Ποταμιού, ΠΑΣΟΚ, πιθανώς και ΑΝΕΛ, διότι αυτή αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των βουλευτών του κοινοβουλίου. Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, μια και όλοι πλέον έχουν υπογράψει τη συνθηκολόγηση, είναι δουλειά τους να αναλάβουν και τη διευθέτηση του πεδίου μετά τη μάχη. Ας κάνουν λοιπόν κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, ειδικού σκοπού, διευρυμένης πλειοψηφίας κ.λπ. κλπ. ή ό,τι άλλο τους φωτίσει ο Κύριος, η κα Μέρκελ, ο κ. Ολάντ και ο κ. Ομπάμα. Πρόκειται δυστυχώς για τη μοναδική δυνατότητα διακυβέρνησης που διαθέτει η χώρα σήμερα.
Όσο για μας, που δεν μετείχαμε ούτε μετέχουμε σε αυτό το πολιτικό σύστημα, καθώς και για ένα αυξανόμενο μέρος του ελληνικού λαού που αποκολλάται ή θα αποκολληθεί από αυτό, θα πρέπει να θέσουμε αλλού το πεδίο της αντιπαράθεσης. Στο πώς θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να μην ολοκληρωθεί η καταστροφή της χώρας μετά τον χαμένο πόλεμο. Δηλαδή, πώς, μέσα από τα αποκαΐδια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα αναδυθεί ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό πρόταγμα που θα θέσει ως κύριο πρόβλημα όχι πλέον την επιστροφή στον ξεπερασμένο «μνημονιακό» πόλεμο αλλά στην αναγέννηση της χώρας από την πολύμορφη παρακμή της.
Πώς θα παρέμβουμε και τι προτάσεις θα προβάλουμε, και στην κοινωνία και στους θεσμούς, για το δημογραφικό ζήτημα, για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης, για την ανατροπή του εκπαιδευτικού εθνομηδενισμού, που κατατρώει τη συνοχή της κοινωνίας, για την ανασυγκρότηση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, για την αποκέντρωση και την υπέρβαση του αθηνοκεντρισμού, για τη δημιουργία δομών αλληλεγγύης, συνεταιρισμών κλπ., κλπ. Πώς θα αποκρούσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό και την επιστροφή ενός νέου σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, πώς θα ενισχύσουμε την ελληνικότητα της Θράκης, πώς θα απαντήσουμε στην ανεργία και τη φυγή των νέων και, πριν απ’ όλα, σε μια μεγάλη πνευματική επανάσταση που θα επανορίσει τη σχέση ανάμεσα στην εθνική μας ιδιοπροσωπία, την Ευρώπη και τον κόσμο. Σε αυτούς τους τομείς μπορεί και πρέπει να δοθεί ο μόνος πόλεμος που αξίζει να δώσουμε. Οι υπόλοιποι είναι πόλεμοι του περιθωρίου ή στη χειρότερη περίπτωση του εμφυλίου.
Η μνημονιακή «εξημέρωση» του κου Τσίπρα, από την φίλη του Άνγκελα, πρέπει να αποτελέσει το ορόσημο για την υπέρβαση της αδιέξοδης εσωτερικής διαμάχης αντιμνημονιακών-μνημονιακών, και τη μετάβαση σε μια νέα δημιουργική αντιπαράθεση, ανάμεσα σε ένα νέο πρόταγμα ενδογενούς εκσυγχρονισμού της χώρας και τους εκπροσώπους του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που προτάσσουν τη σωτηρία της χώρας, απέναντι στον κίνδυνο διάλυσης που αφήνει πίσω του ο χαμένος πόλεμος των μνημονίων. Γιατί γνωρίζουμε πως η αποδυνάμωση της χώρας μας θα ανοίξει νέους τεράστιους κινδύνους, παραπέρα παραγωγικής αποδιάρθρωσης και ξεπουλήματος του πλούτου της χώρας, καθώς και νέων μεγάλων εθνικών κινδύνων – δημογραφικό, μεταναστευτικό, Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη κ.λπ.
Μία νέα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση διατέμνει κάθετα τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν και οι λαϊκές δυνάμεις που στο δημοψήφισμα ψήφισαν, ΟΧΙ, ΝΑΙ ή ΑΠΟΧΗ/ΛΕΥΚΟ, ώστε να μη στραφούν στη σύγκρουση μεταξύ τους για το «ποιος έφταιγε». Έφταιγε το στραβό μας το κεφάλι και οι ηγεσίες που προκρίναμε. Και επειδή δεν υπάρχουν διαμορφωμένες πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάβουν να εκφράσουν αυτό το νέο κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα, σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν κυρίως δυνάμεις της «κοινωνίας των πολιτών», σύλλογοι, σωματεία, δήμοι και δημοτικές κινήσεις, ενώσεις πολυτέκνων και συνεταιρισμοί, κινήσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης, οικολογικές κινήσεις και σύλλογοι διατήρησης της λαϊκής κληρονομιάς, ομάδες και κινήσεις αλληλεγγύης και οικονομικής αλληλοβοήθειας, που αναδύθηκαν την προηγούμενη περίοδο, κινήσεις του απόδημου ελληνισμού, όλοι αυτοί σε ένα ευρύ μέτωπο της κοινωνίας και του ελληνισμού, για τη σωτηρία του τόπου.
Από την κοινωνική βάση και πάλι, όπως πριν πέντε χρόνια με τους αγανακτισμένους, όχι όμως φύρδην-μίγδην, αλλά από χώρους συγκροτημένους στη λογική της οικοδόμησης και των θετικών προτάσεων και όχι της άρνησης και της καταγγελίας, που μπόρεσαν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για μουσολινίσκους και πολιτικούς τυχοδιώκτες.
Να αφήσουμε πίσω μας οριστικά τον πόλεμο που τελείωσε, αφού βέβαια έχουμε συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα –για τα οποία, παρεμπιπτόντως, έχουμε καταβάλει τα πιο ακριβά «δίδακτρα»– και να περάσουμε σε μια νέα «τιτανομαχία» για τη σωτηρία του λαού και της χώρας μας, στην αυθεντική «μητέρα των μαχών».

Bye-Bye Gianis, Bye-Bye Alexis.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Και να το …αριστερό Μνημόνιο των «απελευθερωτών»!

Café Comedian, Jacob Lawrence
Τελικά έπρεπε να περάσουν πέντε χρόνια δημαγωγίας και λαϊκισμού για να συνειδητοποιηθεί – απ’ όσους δεν μπορούσαν – ότι η εφαρμογή Μνημονίων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ότι τα Μνημόνια έρχονταν ως νομοτελειακή εξέλιξη στα προ της κρίσης οικονομικά και πολιτικά δεδομένα της χώρας και η υλοποίησή τους ήταν αναπόφευκτη εξέλιξη και δεν εξαρτιόταν από τη βούληση της όποιας κυβέρνησης.
      Δυστυχώς η μείωση του Εθνικού Προϊόντος μιας χώρας και οι μειώσεις μισθών και συντάξεων και τα Μνημόνια, όπως και οι πολιτικές λιτότητας και οι κάθε είδους περιοριστικές πολιτικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δεξιές ή ως αριστερές. Υπερβαίνουν την κλασική πολιτική διάκριση και χαρακτηρίζονται σε κάθε περίπτωση ως ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
      Πέντε μήνες η αριστεροακροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. δεν έκανε απολύτως τίποτα. Άφησε να επιδεινωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας με κρυφό στόχο να εκβιάσει τις εξελίξεις θεωρώντας ότι αυτοί δεν είναι «Γερμανοτσολιάδες» αλλά «απελευθερωτές» και ότι επιπλέον η άλλη πλευρά της Τρόικα είναι «παιδική χαρά» όπως η συγκυβέρνησή μας. Έκανε και μια άνευ προηγουμένου τυχοδιωκτική κίνηση, η οποία λεηλάτησε κάθε ίχνος πολιτικής συνείδησης των πολιτών. Προκήρυξε το περίφημο Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 με ερώτημα το «ΝΑΙ ή ΌΧΙ» στο σχέδιο της άλλης πλευράς, τάχθηκε στο «ΟΧΙ» και αμέσως μετά υποστήριξε το «ΝΑΙ» σε ένα ακόμα χειρότερο σχέδιο το οποίο διαμόρφωσε ως πρόταση η ίδια! Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο σχετικό προηγούμενο συμβάν τόσης ωμής εξαπάτησης και γελοιοποίησης του λαού και απαξίωσης της ίδιας της έννοιας της πολιτικής.
      Το πρώτο Μνημόνιο το συγκρίναμε με την προ Μνημονίου κατάστασή μας και ξεσηκωθήκαμε βλέποντας την πορεία από το «άσπρο προς το μαύρο», ενώ το τρίτο το συγκρίνουμε με τη χειρότερη εκδοχή του της εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη και ηρεμήσαμε βλέποντας μια εικονική πορεία από το «πιο μαύρο» στο «λιγότερο μαύρο». Η κατάσταση όμως είναι πολύ πιο δραματική σήμερα γιατί αυτό το Μνημόνιο έρχεται να προστεθεί στα δύο προηγούμενα.
      Γνώριζαν ότι θα υλοποιήσουν πολιτική Μνημονίων. Δεν μπορεί να υπήρχε πολιτικός και πολύ περισσότερο οργανωμένο κόμμα που δεν ήξερε ότι δεν γινόταν να εφαρμοστεί φιλολαϊκή πολιτική στις δεδομένες συνθήκες της χώρας μας. Και τότε γιατί επιχείρησαν αυτή την καθολικής έκτασης δημαγωγία; Απλά σκέφτηκαν ότι ήταν μοναδική ευκαιρία για να αναρριχηθούν στην εξουσία και να γευθούν όλα τα αγαθά της. Η προτεινόμενη προεκλογική πολιτική τους δεν είχε καμιά σχέση με την αριστερά, γιατί η αριστερά πάντα έκανε αναλύσεις, γιατί η αριστερά πάντα είχε μια πολιτική ηθική. Γι’ αυτό συνεργάστηκαν με τον πατριδοκάπηλο και ακροδεξιό Π. Καμμένο για τη νομή της εξουσίας. Συνειδητά έστησαν όλο το σχέδιο εξαπάτησης – ακόμα και το γλωσσικό κώδικα επεχείρησαν να μετασχηματίσουν που είναι συστατικό στοιχείο των αυταρχικών καθεστώτων – με την πολιτική ορολογία περί «προδοτών» και «Γερμανοτσολιάδων» για τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Τώρα οι δικοί τους χαρακτηρισμοί επιστρέφουν με πιο μαύρα χρώματα για να χαρακτηρίσουν τους ίδιους. Και ακόμα δεν έχει έλθει ο λογαριασμός ούτε της πολιτικής απολογίας που θα κάνουν στο τέλος της θητείας τους ούτε η αποτίμηση της Ιστορίας που είναι πάντα δίκαιη και αμείλικτη.
      Η πρόσφατη υπερψήφιση της Βουλής με πολύ ευρεία πλειοψηφία είναι ένα απόλυτα θετικό ιστορικό γεγονός που τιμά το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο επιτέλους λειτούργησε με πεντάχρονη καθυστέρηση στην εθνική του ευθύνη και αποστολή. Ωστόσο το στοιχείο της διαφοροποίησης σημαντικού αριθμού βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι καταλυτικός παράγοντας για την αποσταθεροποίηση της συγκυβέρνησης αφού η ρηγμάτωση αφορά ένα μείζον εθνικό αλλά και πολιτικο-ιδεολογικό ζήτημα. Πρώτη φορά που η συγκυβέρνηση εισήλθε κατ’ ουσία στο πεδίο της εφαρμοσμένης κυβερνητικής πολιτικής θρυμματίστηκε σε δύο κατ’ αρχήν τμήματα και η συνέχεια δεν προδιαγράφεται ευοίωνη. Άλλωστε ο επικείμενος «κοινωνικός πόνος» που θα προκληθεί από τους εφαρμοστικούς νόμους του Μνημονίου θα προκαλέσει αναπόφευκτα και «πολιτικό πόνο».

      Η περιπέτεια της χώρας μας δεν τελείωσε. Ανασάναμε όμως γιατί η Ελλάδα δεν φαίνεται ότι θα εκδιωχθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί δεν πέρασε η άκρως τυχοδιωκτική πολιτική του λόμπι της δραχμής (με επιρροή περίπου στο 40% στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.!) για εθνικό απομονωτισμό και για «βαλκανοποίηση της οικονομίας μας.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Η αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα γίνει κοινωνική καταστροφή;

Του Νίκου Τσούλια     
Όλοι πλέον μουδιάζουμε με τις εφιαλτικές εικόνες των κλειστών τραπεζών. Όλοι συνειδητοποιούμε ότι οι εξελίξεις γίνονται ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης. Έχουμε μια κυβέρνηση παρατηρητή των γεγονότων που οδηγούν τη χώρα μας εκτός ευρώ, εκτός ευρωπαϊκών θεσμών. Η συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. ζει τις ιδεοληπτικές φαντασιώσεις της, η μια πλευρά τις αριστερίστικες επινοήσεις της και η άλλη τις εθνικιστικές αντιλήψεις της.
      Η χώρα βαδίζει προς τη χρεοκοπία και προς τη δραχμή με την αποκλειστική ευθύνη μιας μοιραίας διακυβέρνησης που έχει ως μόνη της αγωνία την κομματική επιβίωση. Οι συγκυβερνώντες έχουν άγνοια κινδύνου, όταν η ιστορική ευθύνη που θα τους βαραίνει θα είναι τεράστια. Προχωρούν σε ένα δημοψήφισμα ανιστόρητο και αντι-ιστορικό, χωρίς νόημα και αξία, ένα δημοψήφισμα / φάντασμα, το οποίο όμως ανοίγει την κερκόπορτα για την άλωση της χώρας από τις αγορές.
      Το αριστεροακροδεξιό κυβερνητικό σχήμα προέκυψε από την κρίση της χώρας μας και από έναν διάχυτο λαϊκισμό που καταδυναστεύει εδώ και χρόνια το μέλλον και την προοπτική της χώρας. Δεν είχε ποτέ σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας σε μια ευρωπαϊκή πορεία. Παγίδεψε συνειδητά τον ελληνικό λαό ότι θα καταργήσει τα Μνημόνια και αντ’ αυτού όχι μόν0 τα υιοθέτησε και ετοιμάζει το «αριστερό Μνημόνιο», αλλά καταστρέφει και την ευρωπαϊκή δυναμική της Ελλάδας. Ποιο είναι το πολιτικό τους «όραμα»; Να βγάλουν την χώρα μας από την ευρωζώνη και να την επαναφέρουν στη Βαλκανική της γειτονιά, εκεί που ήταν στις παλιές εποχές! Δηλαδή μπορούμε να κατανοήσουμε έναν πολιτικό χάρτη γεωστρατηγικής σύλληψης στο οποίο μπορούν να είναι σε ευρωπαϊκή πορεία τα Σκόπια, η Αλβανία και η Τουρκία, και η Ελλάδα να ζει στη μακαριότητα της απομόνωσής της; Ήδη η Τουρκία προκλητικά «γενναιόδωρη» εμφανίζεται πρόθυμη να πληρώσει τη δόση μας στο Δ.Ν.Τ., για να αναπτυχθεί περισσότερο η φιλία των χωρών που αφορά και τη «λίμνη του Αιγαίου»!!
      Η συγκυβέρνηση έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η άσκηση της εξουσίας γίνεται με μειονεκτικούς πλέον όρους και συνθήκες, με λόγια «αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας» αλλά με κοινωνική και εθνική πραγματικότητα απόλυτης ταπείνωσης. Σήμερα το πολιτικό ενδιαφέρον και η σκέψη των Ελλήνων στρέφεται στο επικείμενο δημοψήφισμα, στις κλειστές τράπεζες και στο σκηνικό που διαμορφώνουν οι «θεσμοί» και οι ευρωπαϊκοί εταίροι μας. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, αυτή η ελλειμματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής στη σημερινή συγκυρία της πλήρους απομόνωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι εφιαλτική για τον τόπο. Η οικονομία της χώρας βουλιάζει. Η χρηματική ρευστότητα στραγγίζει σαν το νερό στην άμμο. Οι επενδύσεις και τα έργα σταμάτησαν. Ο τουρισμός ζει στην ασφυξία των ταξιδιωτικών οδηγιών.
      Η συγκυβέρνηση γίνεται καταστροφική για την εθνική πορεία της χώρας, για την κοινωνική συνοχή, για την οικονομική κατάσταση, για το ευρωπαϊκό μέλλον. Τα κρίσιμα ερωτήματα για όλους τους Έλληνες είναι βασανιστικά. Υπάρχει το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας ή έχει ήδη υπονομευθεί απόλυτα; Είναι αντιστρέψιμη η πορεία της εκτεταμένης και βαθιάς οικονομικής ύφεσης ή θα βλέπουμε εικόνες όλο και πιο γκρίζες;
      Η συγκυβέρνηση αντί να διαχειριστεί την κρίση σε μια προοπτική υπέρβασής της, επιχείρησε ένα άλμα στο κενό. Διαμόρφωσε τη δήθεν «αριστερή Μεγάλη Ιδέα», να αλλάξει την Ευρώπη. Ποιοι, οι παρέες του Λαφαζάνη και του Στρατούλη, του Βαρουφάκη και του Λεωτσάκου, της Κωνσταντοπούλου και της Ραχήλ, του Καμμένου και του Νικολόπουλου! Με ποιους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς εντός της Ελλάδας και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ποια εθνική στρατηγική, με ποιο πολιτικό σχεδιασμό;
      Έχουν κάνει τις φαντασιώσεις τους, αριστερίστικες και εθνικιστικές, πεδίο πολιτικής εφαρμογής! Οι μισοί εντός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ζουν με το όνειρο της δραχμής και ενός απομονωμένου «σοσιαλιστικού εγχειρήματος» και οι άλλοι μισοί θέλουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό αλλά φοβούνται να βγουν μπροστά! Φοβούνται την αριστερή σταλινική προγραφή, την «προδοσία» στον αριστερισμό…
      Είναι όμηροι των ιδεοληψιών τους και των εθνικιστικών παραληρημάτων τους. Έχουν μετασχηματίσει το πολιτικό πεδίο της χώρας σε κομματικό σκηνικό, όπου επικρατεί η γνωστή άμιλλα του ποιος είναι πιο αριστερός για να προάγεται στην επετηρίδα και του ποιος είναι μετριοπαθής για να συγκεντρώσει την οργή των θεματοφυλάκων της αριστεροσύνης. Θεωρούν ότι κάνουν αριστερή πολιτική, επειδή φαντασιώνονται και θεωρητικολογούν τώρα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Θεωρούν ότι είναι η μοναδική τους ευκαιρία.

      Η επιτομή της αριστερίστικης δημαγωγίας τους συμβολίζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στο πρόσωπο της προέδρου της Βουλής. Το αλαζονικό και απόλυτα παρακμιακό προσωπείο της μαζί με μια αίσθηση αυτοκράτειρας είναι δηλωτικά στοιχεία «πετροβολημένου». Η ιδεολογική τους σύγχυση δεν είναι μια απλή «τρικυμία εν κρανίω»˙ συνιστά συλλογική κομματική παράκρουση. Ακούνε τα προεκλογικά νταούλια που ονειρεύτηκαν, αλλά δεν έχουν καταλάβει ποιοι ήδη τα κτυπάνε και ποιοι έχουν αρχίσει να χορεύουν…

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Το πρωταρχικό μέλημα είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση

Του Γιάννη Ξένου (αναδημοσίευση από http://ardin-rixi.gr/)
Με το όσα έχει πράξει ο Σύριζα ως κυβέρνηση αυτό το πεντάμηνο και κυρίως από τη στιγμή που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας το διχαστικό δημοψήφισμα είναι ώριμος ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα γύρω από αυτόν τον πολιτικό χώρο. Είμαι σε συναναστροφή με τον Σύριζα (θέλοντας και μη) από το 2003 όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα πολιτικά πράγματα μέσω του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ. Για όσους δεν το θυμούνται το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ ήταν παρακλάδι του Ευρωπαϊκού και του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, του κινήματος δηλαδή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση που είχε εμφανιστεί στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο Συνασπισμός συμμετείχε τότε στο ΕΚΦ, όπως και πολλές άλλες ομάδες της αριστεράς και του αριστερισμού, παρότι πρόεδρός του τότε ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και τα μισά τους πρωτοκλασάτα στελέχη είχαν πάει στο σημιτικό Πασόκ ή φλέρταραν μαζί του τα προηγούμενα χρόνια, όσο ήταν ακόμα κραταιό. Ο λόγος που τον δεχόταν στο ΕΚΦ όλες οι υπόλοιπες ομάδες ήταν ότι στο ΕΚΦ συμμετείχαν οι «κινηματικοί» άνθρωποι του Συνασπισμού, που έκαναν «αγώνα» για να καθαρθεί ο Συνασπισμός από τις συμβιβασμένες και φιλο-παγκοσμιοποιητικές αντιλήψεις ανθρώπων όπως του Κωνσταντόπουλου (θυμίζουμε το Ναι του στο σχέδιο Ανάν). Για ποιο λόγο ο Συνασπισμός επεδίωξε να συμμετάσχει στο ΕΚΦ φάνηκε λίγους μήνες αργότερα όταν κάποια κομμάτια του ΕΚΦ (ΚΟΕ, ΔΕΑ, ΚΕΔΑ κ.ά.) πήγαν με τον Συνασπισμό, έφτιαξαν τον Σύριζα και συμμετείχαν στις εκλογές του 2004. Στις εκλογές του 2004 με την ψυχή στο στόμα ο Σύριζα του Κωνσταντόπουλου έλαβε 3,3% και διατηρήθηκε στη Βουλή.
Στήνοντας τον Σύριζα, ο Συνασπισμός έμεινε στο πολιτικό παιχνίδι σε μια κρίσιμη καμπή, όταν το σημιτικό Πασόκ κατέρρεε και ο Συνασπισμός έχανε τον ρόλο του ως αριστερός ψάλτης του. Οι «κινηματικοί» Συνασπιστές, οι αριστερίστικες ομάδες και οι ανεξάρτητοι αριστεροί που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του Σύριζα, του πρόσφεραν το αριστερό άλλοθι που του χρειαζόταν για να συνεχίσει την ύπαρξη του.
Πάνω σε μια απάτη στήθηκε ο Σύριζα και πάνω σ’ αυτή συνέχισε την πορεία του. Από τη μια ήταν οι «σοβαροί» (π.χ. ο Κουβέλης, ο Παπαδημούλης και ο Δραγασάκης) που είχαν προσβάσεις στην εξουσία και από την άλλη οι «κινηματικοί», αυτοί που είχαν ρόλο να απομυζούν τα κινήματα για ψήφους. Αυτή την απάτη ο Σύριζα την μεταχειρίζεται από τότε (και πολλοί θα πουν ότι γίνεται από πολύ παλιότερα) μέχρι τις σημερινές δραματικές ώρες. Τα ίδια έκανε με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 206-2007 που τις χρησιμοποίησε σε κεντρικό επίπεδο, ενώ σε κινηματικό δεν έπαιζε κανέναν ρόλο η νεολαία του. Τότε είχε εμφανίσει μια πρώτη δημοσκοπική γιγάντωση (το 2008 κάποιες δημοσκοπήσεις τον εμφάνιζαν να φτάνει σε ποσοστά κοντά στο 18%), η οποία γρήγορα ξεφούσκωσε.
Η μεγάλη απάτη όμως στήθηκε μετά την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια. Τότε η νεολαία τους ήταν στην κάτω πλευρά της Πλατεία Συντάγματος για να είναι μακριά από τον απλό κόσμο που διαδήλωνε στην πάνω πλευρά και να μην «λερωθεί» από τη λαϊκότητά του. Έψαχνε μάλιστα να βρει όσες περισσότερες αργεντίνικες, ισπανικές και ιταλικές σημαίες για να τις αντισταθμίζει με τις ελληνικές της πάνω πλατείας.
Από τις εκλογές του Ιουνίου και μετά όμως η απάτη χόντρυνε, ο Τσίπρας και η ηγετική ομάδα που είναι δίπλα του (Παππάς, Βαρουφάκης, Βούτσης κ.ά.) πέρασε στον Σύριζα την ιδέα περί «Κυβερνώσας Αριστεράς». Εκμεταλλευόμενοι τη διάλυση του Πασόκ, πήρε εν πολλοίς τις διακηρύξεις του ΓΑΠ και των κηπουρών του, ότι «λεφτά υπάρχουν» και τις ξανασέρβιρε με νέο περιτύλιγμα στους ψηφοφόρους, σε μεγάλο βαθμό, του Πασόκ. Πιστός στο διπλό παιχνίδι του Σύριζα, από τη μια επισκεπτόταν αμερικανικά πανεπιστήμια για ομιλίες που του διοργάνωνε ο Βαρουφάκης για να αποκτήσει σχέσεις με τον αμερικανικό παράγονται και από την άλλη το κόμμα προσπαθούσε να καπελώσει κάθε αντιμνημονιακή πρωτοβουλία.
Στα δυόμιση χρόνια που βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση η τακτική του ήταν ίδια με αυτή του ΓΑΠ την διετία 2007-09, ζητούσε σε κάθε περίσταση να πέσει η κυβέρνηση και να προκηρυχθούν εκλογές. Μετά από κάθε ψηφοφορία που έφευγε κάποιος βουλευτής του Πασοκ ή της Δημάρ, αμέσως έστηνε γέφυρες επικοινωνίας μαζί του. Έτσι προσχώρησε στον Σύριζα ακόμα και η Τζάκρη που είχε υπογράψει δύο μνημόνια ή ο Παραστατίδης, ο Βουδούρης και άλλοι γυρολόγοι που είχαν υπογράψει μνημόνια ή μεσοπρόθεσμα προγράμματα.
Σε αυτά τα δυόμιση χρόνια έπεισε τον αντιμνημονιακό κόσμο ότι η απαλλαγή από τα μνημόνια θα γίνει μέσω της ανάθεσης. Ψηφίζοντας οι πολίτες Σύριζα, κατευθείαν θα καταργηθούν τα μνημόνια (ήταν και ένα από τα βασικά προεκλογικά συνθήματά τους, «Ψηφίζουμε και Φεύγουν» διέδιδαν στις ευρωεκλογές του 2014), δεν χρειάζονταν κανένας άλλος αγώνας.
Όλο τους το πρόγραμμα περιστρεφόταν γύρω από μια ακατάσχετη παροχολογία, από μια υπόσχεση για επιστροφή στις καλές εποχές των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ο Τσίπρας υποσχόταν 12 δισ. ευρώ σε παροχές. Όταν ο Χατζηνικολάου σε μια προεκλογική συνέντευξη του Τσίπρα τον ρώτησε που θα βρει τα 12 δισ., του απάντησε ότι θα χρησιμοποιήσει τα 11 δισ. ευρώ που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και βρισκόταν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Δεν έμεινε στην εξουσία ούτε ένα μήνα και στις 20 Φεβρουαρίου με τη συμφωνία περί παράτασης του δεύτερου μνημονίου δέχτηκε τα 11 δισ.  ευρώ να επιστραφούν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης!
Οι πέντε μήνες διακυβέρνησής τους ήταν η απόλυτη διάψευση των προσδοκιών που είχαν δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια. Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου ήταν ένα πρώτο καμπανάκι για το πόσο ανίκανοι είναι. Επέστρεψαν τα 11 δισ. του ΤΧΣ, δέχτηκαν να παραταθεί το μνημόνιο και δεν πήραν τίποτα χειροπιαστό. Τους επόμενους μήνες για να μπορούν να αποπληρώνουν τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας προς την τρόικα εξάντλησαν πρώτα τα κρατικά διαθέσιμα και μετά έβαλαν χέρι στα διαθέσιμα των Ταμείων, των Φορέων και Περιφερειών/Δήμων, ενώ παράλληλα δεν αποπλήρωναν κανέναν προμηθευτή του Δημοσίου, οδηγώντας την αγορά σε ασφυξία.
Κέρδιζαν χρόνο διαπραγμάτευσης, τρώγοντας τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας, μέχρι το Πάσχα ουσιαστικά δεν έκαναν τίποτα, ουσιαστικά έστελναν τον Βαρουφάκη με πρόχειρα χαρτιά να κάνει διάλεξη στους υπόλοιπους υπουργούς και να διασύρει την χώρα μας. Μετά το Πάσχα που οι τροϊκανοί άρχισαν τις ομοβροντίες ο Τσίπρας απομάκρυνε από το προσκήνιο τον Βαρουφάκη και έβαλε την τριάδα Δραγασάκη/Τσακαλώτο/Χουλιαράκη να αναλάβει τη διαπραγμάτευση, αλλά ο Βαρουφάκης (όπως καταγγέλλουν και υπουργοί της κυβέρνησης) σαμποτάριζε κάθε προσπάθεια διεξόδου.
Μια εβδομάδα πριν λήξει η παράταση του μνημονίου ο Τσίπρας έστειλε πρόταση στην τρόικα με μέτρα που κοστολογούνται από την κυβέρνηση στα 8 δισ. ευρώ για τον επόμενο 1,5 χρόνο. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι ο Τσίπρας θα συμβιβαζόταν, ο Γιουνκέρ ανέφερε ότι η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας ήταν μόνο 60 εκ. ευρώ, όσο περίπου θα στοιχίσει το δημοψήφισμα (η Φωτίου το κοστολόγησε στα 50 εκ. ευρώ). Και εκεί ο Τσίπρας έκανε άλλη μια στροφή και ανήγγειλε δημοψήφισμα ενώ ο Χουλιαράκης ακόμα διαπραγματευόταν με την τρόικα.
Την Παρασκευή το βράδυ, λοιπόν, με την εξαγγελία του δημοψηφίσματος ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του απώλεσαν και την ελάχιστη αξιοπιστία που τους είχε απομείνει. Δεν είχε την προνοητικότητα να περιμένει μερικές ώρες ακόμα για να έχει στα χέρια του την τελική πρόταση της τρόικας και να μην γίνει όλο αυτό το μπάχαλο με τον ΦΠΑ στα ξενοδοχεία, αν η πρόταση της τρόικας είναι για 23% ή για 13%. Θα πει κανείς αυτό είναι το ελάχιστο, αλλά είναι και αυτό ενδεικτικό της προχειρότητας της κυβέρνησης.
Η κίνηση του Τσίπρα για δημοψήφισμα άνοιξε τους Ασκούς του Αιόλου. Έδωσε στους Ευρωπαίους το πάτημα που ήθελαν για να απομονώσουν πλήρως την Ελλάδα. Πρώτα πρώτα έκοψαν τον ELA που εδώ και μήνες κρατούσε τις τράπεζες ζωντανές. Η κυβέρνηση ως προς αυτό δεν μπορεί να δηλώνει ότι αιφνιδιάστηκε, αφού τον τελευταίο μήνα οι επεκτάσεις του ELA σε κάθε Δ.Σ. της ΕΚΤ περνούσαν με την ψυχή στο στόμα. Οι Γερμανοί και οι κοντινοί σε αυτούς υπουργοί Οικονομικών ζητούσαν επίμονα εδώ και καιρό να κοπεί η ρευστότητα και η ΕΚΤ να ζητήσει περισσότερα ενέχυρα από τις ελληνικές τράπεζες.
Αλλά ακόμα και μετά το κλείσιμο των τραπεζών και τις ντροπιαστικές εικόνες των ουρών έξω από τα ΑΤΜ, ο πρωθυπουργός δεν είχε το θάρρος να βρεθεί προ των ευθυνών του. Κρατούσε καθυστερήσεις μέχρι το απόγευμα της Τετάρτης με διάφορες προτάσεις που έστελνε στην τρόικα και διαρροές περί δήθεν αεροπλάνου που θα πάρει και θα πάει στο Βερολίνο για να τα βρει με τη Μέρκελ.
Ο μεγάλος φόβος του ήταν να μην τον παρατήσει το κόμμα του, οι υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές του που απειλούσαν ανοιχτά να τον παρατήσουν αν δεν απέσυρε το δημοψήφισμα. Για ακόμα μια φορά τους ξεγέλασε, ελάχιστοι πια, δύο μέρες πριν το δημοψήφισμα θα βγουν ανοιχτά να πουν ότι δεν στηρίζουν το δημοψήφισμα. Η πλειονότητα των στελεχών του θα συνεχίσει τη λευκή απεργία, αφού είναι εμφανές πια ότι όλο και λιγότεροι βγαίνουν σε κανάλια και ραδιόφωνα να στηρίξουν την επιλογή του. Όλοι περιμένουν την Κυριακή το βράδυ για να τοποθετηθούν.
Έτσι ο Τσίπρας και οι ελάχιστοι κηπουροί του που του απέμειναν πιστοί, μας οδηγούν σε ένα διχαστικό δημοψήφισμα, βγαλμένο από τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας μας. Τα παίζουν όλα για το Όχι. Φτάνει ο Τσίπρας στο σημείο να βγει στο Σύνταγμα να μιλήσει στην κεντρική συγκέντρωση του Όχι, ξεχνώντας ότι είναι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων.
Αλλά και σε αυτό το σημείο που έχουν φτάσει συνεχίζουν να εξαπατούν τον λαό. Τη Δευτέρα το βράδυ στη ΝΕΤ ο Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι αν δεν βγει το Όχι θα φύγει, σήμερα το Μαξίμου διαρρέει ότι και το Ναι να υπερισχύσει θα συνεχίσει στην πρωθυπουργία. Δεσμεύονται ότι αν βγει το Όχι θα συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση για συμφωνία, ενώ οι Ευρωπαίοι του έχουν ξεκαθαρίσει ότι γι’ αυτούς τελείωσε ως συνομιλητής και ότι αν επικρατήσει το Όχι η απομάκρυνση της Ελλάδας από το ευρώ είναι αυτονόητη. Απομονωμένοι στο εξωτερικό και με κλειστές τις διεξόδους σε Κίνα και Ρωσία που τους έχουν αποσαφηνίσει ότι την Ελλάδα την θέλουν ως σύμμαχο μόνο αν παραμείνει στο ευρώ, μας οδηγούν σε ένα καταστροφικό δημοψήφισμα.
Παίρνουν στο λαιμό τους εκατομμύρια Έλληνες και κυρίως τα φτωχότερα και ασθενέστερα στρώματα. Τα ανώτερα στρώματα έχουν βγάλει τα ευρώ τους στο εξωτερικό, υπολογίζεται ότι 200 δισ. ευρώ έχουν βγει εκτός χώρας αυτή την πενταετία. Αυτοί δεν νοιάζονται αν βγούμε από το ευρώ, ίσως και να υπολογίζουν ότι θα κερδίσουν γιατί με μέρος αυτών των δισ. θα εξαγοράσουν το δημόσιο πλούτο της χώρας σε εξευτελιστικές τιμές, το έχουμε δει το έργο στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, με το πώς στήθηκαν οι νέες ολιγαρχίες. Οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι θα είναι αυτοί που θα πληγούν κυρίως. Μια διαρκώς υποτιμούμενη δραχμή αυτά τα στρώματα θα τσακίσει πρώτα από όλους, το δικό τους βιοτικό επίπεδο θα εκμηδενίσει  και αυτούς θα οδηγήσει στην εξαθλίωση.
Για τις καταστροφές που έχει προκαλέσει αυτή η κυβέρνηση αυτούς τους πέντε μήνες και κυρίως για τις χειρότερες που θα προκαλέσει όσο διατηρηθεί στην εξουσία πρέπει να ζητάμε να απομακρυνθεί όχι σήμερα, αλλά αυτό να είχε γίνει από χθες. Αφού το δημοψήφισμα δεν κατέστη δυνατό να το αποφύγουμε, η Κυριακή πρέπει να είναι η τελευταία τους μέρα. Ένα ηχηρό μήνυμα θα το έπαιρναν αν το φιάσκο δημοψηφίσματος που οργανώνουν δεν έβρισκε ανταπόκριση από τον κόσμο. Αν συμμετοχή δεν έφτανε το 40% που απαιτείται, αλλά αν δεν ήταν ούτε πάνω από 20%. Να πάρουν ένα ηχηρό μήνυμα ότι πρέπει να ξεκουμπιστούν. Και με τον έναν ή άλλο τρόπο θα το πάρουν…
Υγ. Θα πουν κάποιοι άμα φύγουν αυτοί θα έρθουν οι προηγούμενοι, αν είναι έτσι δεν θα έπρεπε να παλεύουμε να φύγει ο ΓΑΠ και οι κηπουροί του γιατί θα ερχόταν οι προηγούμενοι και με αυτή τη λογική θα έπρεπε να αφήναμε τον ΓΑΠ να διέλυε ολοσχερώς την χώρα. Ο Σύριζα δεν είναι κάτι διαφορετικό από όσους κυβέρνησαν στα 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι, δυστυχώς, η οδυνηρή κατάληξη αυτής της περιόδου. Από Δευτέρα λοιπόν το άθλιο πολιτικό σύστημα, για το καλό του, ας βρει έναν τρόπο να διασώσει ότι μπορεί από την χώρα.

ΑΠΟΧΗ - ΟΥΤΕ ΝΑΙ - ΟΥΤΕ ΟΧΙ

Ο Ελληνικός Λαός δεν πρέπει να συστοιχηθεί, να ευθυγραμμισθεί στο Ναι και το Όχι.
Αυτό είναι πολύ περιοριστικό, μικρό, έως και αναξιοπρεπές στις σημερινές συνθήκες.
Οφείλει να αρνηθεί αυτό το διφορούμενο, ανειλικρινές πεδίο χειραγώγησης, εμπαιγμού, εκβιασμών, δόλιων πειραματισμών και ερασιτεχνισμών από τις έσωθεν και έξωθεν κακιστοκρατίες δια της Αποχής.
Η στάση του αυτή θα είναι έκφραση της απόφασης του να αναγεννηθεί, να ανασυγκροτηθεί πολιτικά ως Λαός, μετά από δεκαετίες υψηλής χειραγώγησης, απώλειας της πολιτικής ευθυκρισίας και αυτονομίας, αλλεπάλληλων εκλογικών καταναγκασμών και αυτοδιαψεύσεων.
Θα είναι η επιστροφή του στο Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο ως Λαού Κυρίαρχου.
Η στάση του αυτή θα είναι αποκαλυπτική, περιφρονητική της μικρότητας, του ανιστόριτου, του καλυμμένου Εθνικιστικού φανατισμού και της μυωπίας αυτών που χειρίζονται, ειδικά των Υπερβόρειων, ένα μεγάλο ιστορικό εγχείρημα, το Ευρωπαϊκό.
Όπως και απαξιωτική της μικρότητας των εγχώριων να ανταποκριθούν, 200 χρόνια από τον αγώνα της Παλιγγενεσίας, στο ιστορικό αίτημα επαναθεμελίωσης της χώρας και αξιοποίησης των τεράστιων δυνατοτήτων του Ελληνισμού.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΑ ΔΩΣΕΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΝΘΕΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙΘΕΝ

Η άλλη μέρα θα διαμορφώσει ένα πεδίο καθαρότητας, ειλικρίνειας του λόγου, των ρόλων, των ευθυνών, των στόχων.

Μια άλλη αφετηρία την οποία οφείλουμε να διαχειρισθούμε σε συνθήκες ενότητας, συνοχής, ευθύνης, σχεδίου και ορθού λόγου.

Mίμης Ανδρουλάκης: Σε εξέλιξη δολιοφθορά εναντίον της πατρίδας

«Βρίσκεται σε εξέλιξη δολιοφθορά εναντίον της πατρίδας και αν δεν ανακοπεί ισοδυναμεί με εθνική προδοσία. Όποιος προκαλεί γεγονότα εν μέσω τουριστικής περιόδου κάνει δολιοφθορά εις βάρος της πατρίδας», είπε στον Αlpha 989 ο Μίμης Ανδρουλάκης .
Εκτίμησε ακόμη  ότι «αν δεν παραιτηθεί τώρα ο Βαρουφάκης, θα παραιτηθεί άλλος και κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να πει σήμερα την αλήθεια και να φτιάξει κυβέρνηση εθνικής ανάγκης».
«Ταφόπλακα  για τη χώρα η  υπερβολική εμπιστοσύνη στον Βαρουφάκη» είπε και τόνισε «αυτοί που κάποτε τον παρουσίαζαν ως Θεό,  που θα μας σώσει τώρα, τον παραπέμπουν στα δικαστήρια».
«Ο κόσμος θα ψηφίσει όχι σε μεγάλο ποσοστό ως αγανάκτηση απέναντι στη λανθασμένη πολιτική της ΕΕ» σχολίασε και  επεσήμανε ότι «τελειώσαμε αν πάμε σε εκλογές το καλοκαίρι. Πρέπει να ειπωθεί από τον Τσίπρα η αλήθεια στο λαό και να παγώσουν οι ψευδαισθήσεις. Το ναι και το όχι δεν έχουν σημασία».
«Είχα πει στον κ. Κορωνάκη,  να πει στον Τσίπρα ότι αν δείξει υπερβολική εμπιστοσύνη στον Βαρουφάκη και  αν τον κάνει υπουργό, το αργότερο σε 6 μήνες θα έχει βάλει ταφόπλακα στην πατρίδα. Ο Βαρουφάκης πίστευε ότι από τη στιγμή που θα κάνει χρεοκοπία στις 30 Ιουνίου,  τρομοκρατημένη η Μέρκελ θα 'ρθει να γονατίσει στον Βαρουφάκη. Τώρα είναι Αλέξη η τελευταία σου ευκαιρία, διώξε τον Βαρουφάκη, σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ανάγκης…», πρόσθεσε ο κ. Ανδρουλάκης, χαρακτηρίζοντας τον Υπ. Οικονομικών ‘’άσχετο και αμόρφωτο πολιτικά’’.

Τέλος,  τόνισε «πάμε για έναν τραγικό εθνικό διχασμό, όποτε υπήρξε διχασμός, υπήρξε καταστροφή» και υποστήριξε ότι «και τώρα ακόμα υπάρχει καιρός, δεν είμαι από αυτούς που λένε ‘’φύγε παραιτήσου αλλά πάρε πρωτοβουλία έστω και τελευταία στιγμή’’»

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Το Δημοψήφισμα της Αποχής

(ή Τι να κάνεις όταν σου ζητούν να κατεβάσεις ομάδα ενώ το παιχνίδι έχει τελειώσει.)
Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Η θανάσιμη παγίδα έχει στηθεί. Το πολιτικό σύστημα που οδήγησε στη χρεωκοπία οδηγεί στον εθνικό διχασμό και στην καταστροφή. Η ψήφος στο Όχι θα επιφέρει τη διεθνή απομόνωση, την οικονομική κατάρρευση και στη συνέχεια την εθνική συμφορά.
Η ψήφος στο Ναι θα νομιμοποιήσει τις καταστροφικές πολιτικές του μνημονίου, θα δεσμεύσει τη χώρα στα νέα μέτρα που προτείνουν οι δανειστές και τα οποία οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική καταστροφή εντός ολίγων μηνών.
Οι άνανδροι του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης οργανώνουν αυτή την φρικιαστική κωμωδία προκειμένου (νομίζουν) να σώσουν τους εαυτούς των και να καταστήσουν τον λαό συνένοχο. Για να μπορέσουν αύριο να πουν, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, «όλοι μαζί την φέραμε» τη χρεωκοπία.

Το δημοψήφισμα αυτό δεν πρέπει να γίνει. Και αν γίνει, να ακυρωθεί διά της Αποχής αφού για να είναι έγκυρο απαιτεί τη συμμετοχή του 40% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Το ηρωικό Όχι στο τελεσίγραφο (ανάλογο αυτού που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 1920) θα λύσει τα χέρια των τοκογλύφων για να «απαλλαγούν» από την Ελλάδα, όπως απαλλάχθηκαν οι Σύμμαχοι από τις δεσμεύσεις των Σεβρών το 1920, με τη βεβαιότητα πως το χρέος θα το εισπράξουν σε λίγο καιρό, έστω σε δραχμές, από μια καθημαγμένη χώρα…