Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Του Νίκου Τσούλια
Αμηχανία, κινήσεις τακτικής και χρησιμοθηρική πρακτική είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής συμπεριφοράς της αριστεράς στις πρόσφατες εκλογές. Το στοιχείο βέβαια που επηρέασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην όλη λειτουργία της είναι το γεγονός της έντονης αμφισβήτησης της κεντροαριστεράς από το εκλογικό σώμα, που διαμόρφωσε και ένα διαφορετικό σκηνικό σε σχέση με εκείνο των προηγούμενων χρόνων.
Έτσι συνολικά η αριστερά εξέφρασε το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό της στα μεταπολιτευτικά χρονικά, ανεξάρτητα από το αν αυτό το ποσοστό ήταν «θείο δώρο» λόγω των σοβαρών λαθών της κεντροαριστεράς ή είναι πρόσκαιρη κατάκτηση, όπως ήταν κάποτε και της Ε.Δ.Α. Επειδή βέβαια η αριστερά δεν έχει ενιαία έκφραση και πολύ δύσκολα μπορεί να βρεθεί ενωμένη στο ορατό μέλλον με τα σημερινά δεδομένα, θα προσεγγίσουμε τη στάση των διαφόρων κομμάτων της αριστεράς στις εκλογές ξεχωριστά.
Η ανάλυση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα διαταχθούν οι δυνάμεις του και το πώς θα αναπτυχθεί η πολιτική του πρόταση στην προεκλογική περίοδο απέρρεε από το δεδομένο ότι υπήρχε μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς προς άλλα κόμματα. Έτσι μετασχημάτισε τον πολιτικό του λόγο – κυρίως μέσω του αρχηγού του και των μετριοπαθών στελεχών του – σε μια πλατφόρμα μεγάλου κόμματος με λογική των ήπιων πολιτικών αλλαγών και όχι κινήσεων επαναστατικού χαρακτήρα. Ως επωδός σε αυτή την κίνηση ήταν και η επιμονή του αρχηγού ότι «πάμε για να σχηματίσουμε κυβέρνηση», που έδωσε έναν αέρα νίκης. Ωστόσο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα συμμετείχε σε κυβερνητικό σχήμα.

Οι λόγοι είναι απλοί. Πρώτον, γνώριζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βγει πρώτο κόμμα με αυτοδυναμία. Επομένως μπορούσε να υποσχεθεί τα πάντα. Και το πιο σημαντικό αμφισβητούσε το Μνημόνιο αλλά και υποσχόταν και παραμονή στην ευρωζώνη σαν να ήταν δική του μόνο υπόθεση (και κατ’ επέκταση της Ελλάδας) και όχι κοινή υπόθεση με τους εταίρους μας στην Ε.Ε. Εμφάνισε δηλαδή μια λύση ή μια προοπτική που δεν υπήρχε και σε έναν λαό απελπισμένο – που δεν είχε κι άλλη λύση – φαινόταν ως μάνα εξ ουρανού η πρόταση αυτού του κόμματος. Δεν νομίζω ότι υπήρξε στη μεταπολίτευση μεγαλύτερη έκφραση λαϊκισμού, ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη ότι και στη δεκαετία του 1980 – όπου αναπτύχθηκε κυρίως το φαινόμενο του λαϊκισμού – η χώρα μας βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης και επομένως μπορούσε να γίνει αναδιανομή του εθνικού προϊόντος (όπως και έγινε), ενώ τώρα όχι μόνο μικραίνει η πίτα αλλά ουσιαστικά έχουμε διαχείριση φτώχειας.

Δεύτερον, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε ότι δεν θα εμπλεκόταν σε κυβερνητικό σχήμα και γι’ αυτό προσέβλεπε στη δημιουργία ισχυρού αντιπολιτευτικού κόμματος και μόνο. Και η εξήγηση είναι απλή. Το Κ.Κ.Ε. ήταν εξ ορισμού απέξω από κάθε θεωρητική ακόμα συζήτηση. Η ΔΗΜ.ΑΡ δεν θα συνέπραττε μαζί του, γιατί είχε εκ διαμέτρου άλλη στρατηγική πρόταση για τη σχέση μας με την Ευρώπη. Με την κεντροαριστερά δεν υπήρχε περίπτωση να συνεργαστεί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και έτσι έκλεινε ο κύκλος (μη) ευθύνης του.

Τρίτον, υπάρχει η πολυσυλλεκτική οργανωμένη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί εφαρμογή των εύκολων υποσχέσεων του αρχηγού. Και αυτή η διχοτομημένη συγκρότηση δεν αφορά μόνο κάποιες επιμέρους συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αφορά και τον «Συνασπισμό» αφού το «Αριστερό ρεύμα» – καθαρά κομμουνιστικό ρεύμα – είναι αντίθετο στην παραμονή της χώρας μας στην Ε.Ε. Αλλά επειδή μεγάλωνε η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, το εν λόγω ρεύμα έμεινε πιο πίσω, αφού έτσι και αλλιώς οι δεσμεύσεις αφορούσαν την προσέλκυση των ψηφοφόρων και όχι την εφαρμοστέα μετεκλογική και κυβερνητική πολιτική, απλά γιατί δεν θα υπήρχε τέτοια ποτέ.

Με αυτό την κυνική σύλληψη επιτύχανε και άλλους στόχους ο ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκαθάριζε στο χώρο της αριστεράς το «ποιος είναι το αφεντικό» σε σχέση με τη Κ.Κ.Ε. και ταυτόχρονα αυξάνοντας το εκλογικό ποσοστό μεγάλωνε εντυπωσιακά τα οικονομικά οφέλη του και πολλαπλασίαζε άλλες χρησιμοθηρικές προσδοκίες και θέσεις των στελεχών του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε με στοιχεία έντονου λαϊκισμού, αλλά η ηγεσία του γνώριζε πολύ καλά ότι στην πολιτική μετράει το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα για αυτήν ήταν το εκλογικό ποσοστό και μόνο. Από τις καταλήψεις των πανεπιστημίων και των σχολείων ως βασικό στοιχείο σύγχρονης πολιτικής δράσης (!)  των πρόσφατων χρόνων μέχρι το Μέγαρο Μαξίμου η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Από τον αντισυστημικό χαρακτήρα και την πολιτική της κομμουνιστικής επανίδρυσης μέχρι την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών σε Ελλάδα και Ευρώπη – για να εφαρμοστεί η σοσιαλιστική πρόταση της εξόδου από τον «κόσμο των μονοπωλίων» – η απόσταση είναι ακόμα πιο μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αφηγείται τον πιο ωραίο Μύθο, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να μεταπέσει στην πραγματικότητα του Λόγου. Έτσι κι αλλιώς ο λογαριασμός θα μείνει απλήρωτος. Προς το παρόν τουλάχιστον…

Δεν υπάρχουν σχόλια: