του Νίκου Κοτζιά
Η πολιτική διακυβέρνηση μπορεί να χωριστεί στα τρία: α) εισροές, δηλαδή, ποια συμφέροντα, ποιες πληροφορίες, ποιες ιεραρχήσεις εισάγονται στο κυβερνητικό σύστημα προκειμένου αυτό να αποφασίσει. Β) Ποιοι αποφασίζουν με ποιες διαδικασίες και μέσα σε ποιο θεσμικό πλαίσιο. Τέλος, γ) οι αποφάσεις που λαμβάνονται, πώς υλοποιούνται, με τι μεθόδους και διαδικασίες, σε βάρος τίνος και σε ποιανού το όφελος. Ας αξιολογήσουμε, λοιπόν, στη βάση αυτού του διαχωρισμού την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης:
Α. Ποιοί διαμόρφωσαν τις πληροφορίες, τις ιεραρχήσεις και τις απαιτήσεις
Στην πρώτη περίοδο του 2010 η κυβέρνηση, ιδιαίτερα το οικονομικό της επιτελείο, απέφευγε να συνομιλήσει με εκπροσώπους των συνδικάτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ο κύριος συνομιλητής ήταν οι Έλληνες και ξένοι τραπεζίτες, οι μεγάλοι κατασκευαστές και ορισμένα συστήματα άμεσης διαπλοκής. Το ογκούμενο λαϊκό κίνημα υποχώρησε μετά τη φωτιά σε τραπεζικό υποκατάστημα στο κέντρο της Αθήνας. Μετά από αυτό το θλιβερό επεισόδιο η οργή του κόσμου ως προς το μνημόνιο έγινε σχετικά πιο σιωπηλή. Ανάλογη προσπάθεια καταβάλλεται σήμερα, με αφορμή τους λαθρομετανάστες και την «κατάληψη» τμήματος της Νομικής.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση εξακολουθούσε να συνομιλεί με ορισμένους ξένους οικονομολόγους με κευνσιανές αντιλήψεις, όπως οι νομπελίστες Π. Κρούγκμαν και Στίγκλιτς, όμως, όλο και περισσότερο είχε στήσει αυτί στα όσα τις έλεγαν οι ξένοι οικονομολόγοι που συνδέονται με τον νεοφιλελευθερισμό, το ΔΝΤ και την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ιδιαίτερα τους γερμανόφωνους στη διοίκησή της. Λίγο μετά, η κυβέρνηση δεν άντεξε το «ξύλο» που έφαγε στο Νταβός το 2010, το οποίο είχε στηθεί ακριβώς επί τούτο, και υποχώρησε πλήρως στις απαιτήσεις του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Σήμερα, πλέον, οι επιρροές μορφοποιήθηκαν. Έχουν δημιουργηθεί τρία συστήματα που μαζί με την τρόικα τροφοδοτούν την παραγωγή «μνημονίων». Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η οποία αισθάνεται περισσότερο ως κομμάτι του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, παρά ως η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα και της οποίας ο Διοικητής έχει ακραίες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Το δεύτερο σύστημα συνδέεται με τα Ινστιτούτα του Συστήματος και τα Συμβούλια Εμπειρογνωμόνων της Κυβέρνησης. Το τρίτο είναι συγκεκριμένα και εξειδικευμένα μεγάλα δικηγορικά γραφεία. Όλοι αυτοί περνούν τα συμφέροντα του στενού συστήματος που έφερε τη χώρα στην κρίση, στους μέσου επιπέδου μόρφωσης και εμπειριών υπαλλήλων της τρόικας, υπάρχουν και μερικοί με ιδιαίτερα αναβαθμισμένα προσόντα. Οι 20 αυτοί υπάλληλοι ούτε εικόνα είχαν για τα ειδικά προβλήματα της χώρας, ούτε και ειδικά προσόντα ώστε μέσα σε 3-4 μήνες να έχουν μελετήσει και κατανοήσει, επιστημονικά και πολιτικά, τα προβλήματα της χώρας καλύτερα από εμάς όλους. Ήταν φορείς, βέβαια, ενός συνολικού concept, ενός νεοφιλελεύθερου σχεδιασμού. Σχεδιασμός που απέκτησε σάρκα και οστά χάρη σε αυτά τα τρία συστήματα που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ισχυρών στην Ελλάδα και τα οποία προσπαθούν να τα επιβάλλουν εδώ και δύο δεκαετίες. Στο τέλος δε, φροντίζουν να εμφανίζουν αυτά τα στενά συμφέροντα που εκπροσωπούν ως απαιτήσεις της τρόικας. Το χειρότερο δε, όταν ορισμένοι ευπρεπείς υπουργοί κατορθώσουν να κάνουν κάποιους λογικούς συμβιβασμούς με την τρόικα, αυτά τα συστήματα ενοχλούνται και επιδιώκουν να τους ανατρέψουν, πιο σωστά αποτρέψουν.
Β. Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις για το μνημόνιο
Από την πρώτη στιγμή που η κυβέρνηση δημόσια έδειξε ότι επέλεξε το μνημόνιο, εμφανίστηκαν δύο τάσεις. Η πρώτη ήταν αυτή του περιορισμού της δημοκρατίας. Το φαινόμενο είναι ανησυχητικό, αλλά δεν δείχνει να ενδιαφέρει αρκετούς επαρκώς. Η δεύτερη είναι η επιλογή της «μη διαπραγμάτευσης» έναντι τρίτων.
Στο πεδίο της δημοκρατίας αναπτύχθηκε και άλλο η τάση εσωτερίκευσης των αποφάσεων. Αντί αυτές να λαμβάνονται από τη βουλή και να της εκτελεί η κυβέρνηση (ως η κατά το σύνταγμα «Εκτελεστική Επιτροπή»), η βουλή απλά διεκπεραιώνει τις άνωθεν επιλογές. Αλλά και το υπουργικό συμβούλιο παρά τις πολλαπλές συνεδριάσεις του, δεν συζητά, δεν διαθέτει εικόνα και δεν αποφασίζει συλλογικά για τα σημαντικότερα ζητήματα του τόπου όπως είναι οι συμφωνίες για το μνημόνιο και η εξωτερική πολιτική. Ουσιαστικά στη χώρα οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται σύμφωνα με τις προβλέψεις ενός δημοκρατικού συντάγματος. Το κυβερνητικό σύστημα λειτουργεί περισσότερο ως αγωγός αποφάσεων που λαμβάνονται από μια κλειστή ομάδα που η λειτουργία της δεν προβλέπεται από το σύνταγμα και στο μέλλον πιθανά να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Η έλλειψη συλλογικότητας και η ουσιαστική υποβάθμιση του κοινοβουλίου και των βουλευτών συνδυάστηκε με μικρά κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, όπως σειρά αντισυνταγματικών δικαιωμάτων που εκχωρήθηκαν από τη βουλή στον Υπουργό Οικονομικών.
Η δεύτερη γραμμή που εμφανίστηκε στον χρόνο που πέρασε είναι αυτή της μη διαπραγμάτευσης. Στο όνομα των αναγκών της χώρας κάποιοι παραιτήθηκαν από κάθε δικαίωμα διαπραγμάτευσης. Ξεχνώντας, ότι ακόμα και οι ηττημένοι από πόλεμο δικαιούνται να διαπραγματεύονται. Μόνο η χιτλερική Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων. Ανάλογα και η κυβέρνηση, παραδόθηκε άνευ όρων. Το χειρότερο δε είναι, ότι εξαιτίας αυτής της μη διαπραγμάτευσης, όχι μόνο έχασε η χώρα και οι εργαζόμενοι της, αλλά δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και αυτό, διότι τα συστήματα εκείνο που επεδίωξαν ήταν η διάσωση και εξυπηρέτηση των στενών τους συμφερόντων και όχι εκείνων της Ελλάδας. Αλλά ακόμα και σε αυτή τους την επιλογή ήταν ανίκανοι. Τα νούμερα δεν βγαίνουν και η Ελλάδα υποχρεώνεται σε αναδιαπραγματεύσεις και επιμηκύνσεις, που θα έχουν μεγάλο κόστος, με στόχους που θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει αρχικά, αν δεν είχε παραδοθεί στις έξωθεν πιέσεις και στα συμφέροντα.
Η μη διαπραγμάτευση και άνευ όρων παράδοση, συνδέεται και με το γεγονός, ότι κύκλοι αυτών των συστημάτων φρόντισαν να «κάψουν» όλες τις εναλλακτικές λύσεις. Εμφάνισαν ως αντιευρωπαϊσμό την αναζήτηση δανείων σε Κίνα και Ινδία, σε Βραζιλία και αραβικές χώρες, καθώς και στην Ιαπωνία. Οι ευθύνες της κυβέρνησης για αυτό το αρνητικό γεγονός έγιναν ολοφάνερες από τη στιγμή που Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία δανείζονται φτηνότερα από αυτές τις χώρες. Αλλά κάποιοι δεν το θέλησαν. Και αυτό διότι το ενδιαφέρον και συμφέρον τους δεν ήταν να ξεπεράσει η χώρα τα προβλήματα δανεισμού, αλλά να επιβάλλουν πολιτική όπως αυτή του μνημονίου στο όνομα των ελλειμμάτων και χρεών της χώρας.
Στην ώρα της κρίσης, η κυβέρνηση μετακινήθηκε. Ακούει προσεκτικά της πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές δυνάμεις που σφράγισαν την συνολική πορεία της χώρας προς την κρίση. Δικές τους ήταν οι επιλογές προς αυτή την κρίση. Εκείνες διαμόρφωσαν τη σημερινή κατάσταση. Με μια συστηματική καμπάνια, προσπάθησε να εμφανίσει ως αμέτοχες και ανεύθυνες παρθένες για την κρίση τους τραπεζίτες, τα ξένα συμφέροντα, τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και τους ιδιώτες επιχειρηματίες που καταστρέφουν ακόμα και τις δικές τους επιχειρήσεις, πλουτίζοντας σε βάρος τους (φαινόμενο μοναδικά ελληνικό). Βρίζοντας και καθυβρίζοντας η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της τους μισθωτούς, ιδιαίτερα του δημοσίου, συχνά διογκώνοντας πραγματικά προβλήματα, απάλλαξε τους κύριους υπεύθυνους.
Ταυτόχρονα, με σειρά μέτρων που ανέλαβε ή δεν έκανε, έδειξε ότι της είναι εύκολο να λαμβάνει μέτρα κλεψίματος συντάξεων και μισθών, αλλά δύσκολο να λάβει μέτρα σε βάρος των πλουσίων και αετονύχιδων. Με μέτρα φοροαπαλλαγής, περαίωσης, κτυπήματος του λαϊκού εισοδήματος με την συνεχή αύξηση του ΦΠΑ, ενίσχυσε τις κοινωνικές ανισότητες. Δεν έδειξε δε να την ενδιαφέρει στο ελάχιστο ότι η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων είναι δρόμος ενίσχυσης της κρίσης και όχι υπέρβασής της. Επιπλέον, ενώ με την ανόητη και επικίνδυνη για το μέλλον του τόπου πολιτικής της οδήγησε την ελληνική οικονομία στην ύφεση, δεν κτύπησε κανένα καρτέλ, κανένα σύστημα λαμογιάς με αποτέλεσμα να είναι η Ελλάδα η μόνη χώρα στην μεταπολεμική Ευρώπη που στην ώρα της κρίσης / ύφεση να αυξάνονται οι τιμές. Αντίθετα, επί παραδείγματι, στην Ιρλανδία οι τιμές βρίσκονται σε πτώση.
Τέλος, άφησε με ευθύνη της να αναπτυχθεί δίπλα στα νόμιμα και εκλεγμένα όργανα της ελληνικής πολιτείας, ένα παρασύστημα διορισμένων διοικητών και προέδρων οργανισμών, πολλοί εκ των οποίων κυβερνούν με τρόπο απολυταρχικό –μοναρχικό, δηλαδή ως «ανεύθυνοι άρχοντες». Κάνουν ότι θέλουν, δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Συμπεριφέροντε ως το ελληνικό δημόσιο και ο πλούτος αυτού του τόπου να είναι προσωπική τους προίκα. Και μπορούν και το κάνουν όλο αυτό, διότι οι περισσότεροι ανήκουν στον ακραίο και φανατισμένο νεοφιλελευθερισμό, σε εκείνους που ο λαός καλούσε τον Γ.Παπανδρέου να αλλάξει, αλλά όχι μόνο δεν έκανε, επιπλέον με τις επιλογές του τους ενίσχυσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου