Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Οι γάτες του μεσονυκτίου

Του Λευτέρη Πανούση
Αποβαθρες
1.
Κάθε φορα που εφευγε
ξεκληριζε ολη του την ιστορια
Δεν ηθελε, ελεγε, να συσσωρευονται οι παλαιοι του εαυτοι
να πιανουν τοπο στα σκουπιδια
Ετσι,
Γυμνος από ονοματα – απαλλαγμενος από κάθε προορισμο
περιμενε ολομοναχος στις αποβαθρες των λεωφορειων,
αυτος
κι οι γατες του μεσονυκτιου
2.
Και αδειαζε στο μεταξυ τις πρωτινες του αγαπες
μαζι με ότι ειχε αποκτησει καθοδον – ελπιδες,
χιμμαιρες,
σοφιες
και κανα δυο τυροπιτες,
που προχειρα υπολογιζε να γευματισει στον σταθμο, ωστοσο
προλαβαν να μουχλιασουνε
πριν καν αρχισει το ταξιδι
3.
Τι να το καμει ο ανθρωπος αυτος το παρελθον;
Σαμπως εσταθη ποτε του ικανος για να προετοιμασει ένα μελλον;

Για ένα κεσεδακι αποφαγια
1.
Και τοτε δηλαδη,
οπου λαμποκοπουσε ονειρο,
στους μακρινους απριληδες της νιοτης,
ιδια χαμενος επινε τις ωρες του,
μη λογαριαζοντας πως θα ρθει τελεσιδικα
εκεινο το ξημερωμα της χειμωνιατικης Δευτερας
Γι αυτόν,
Το Αυριο ειχε τον χαρακτηρα μιας πλανης
Και δεν εφροντισε, όπως θα επρεπε, να βρει
να γλειψει
το χερι που του αφηνε ένα κεσεδακι αποφαγια
Αυτος,
οπως κι οι γατες του μεσονυκτιου,
ρουφουσαν ως το τελος του τον ζουμερο χυμο του Τωρα
και στραγγιζαν την ευνοια της συμπτωσης
σε ασπρους πατους
Κουνωντας τις ουρες τους από ευχαριστηση και μονον…
Ποτε από ευγνωμοσυνη!
Λες κι ηταν υποχρεωση του καθενος
να ερθει
να ταϊσει
ένα κεσεδακι Αυριο τους ονειροπαρμενους…
2.
Αλλά,
στα πεζοδρομια και στα γραφεια
ελεος δεν νοειται
και ουτε δανειο ανοιχτο με εγγυητη μιαν Ανοιξη
Ειτε για γατες, ειτε για ανθρωπους
ο Νομος είναι ατεγκτος…
Για ένα κεσεδακι αποφαγια, ειμεθα ολοι μας υποχρεωμενοι
να υποθηκευσουμε το Τωρα
Αλλως,
στα πεζοδρομια υπαρχουν και οι υπονομοι…
Τα κοκκινα μπαλονια
1.
Αποβραδις ηρθανε, λεει
και μοιρασανε μπαλονια στα παιδια
Ευσπλαχνικες γυναικες, υπαλληλες στα υπουργεια,
νοικοκυρες,
δασκαλες,
κυριες ευκαταστατων κυριων – εν γενει,
αγαθες ψυχες που χρειαζοντουσαν την ελεημοσυνη
για να εχουν καπως να δικαιολογησουν την προσωπικη τους ευμαρεια
μεσα στην τοση λεηλασια
2.
Και ησαν γεματοι τοτε οι σκουπιδοτοποι
[και οι φυλακες]
ανθρωπους που ειχανε απωλεσει τα παντα…
Όχι,
προσφυγες ή μεταναστες ή αλλοεθνεις
παρα,
ανθρωπους δικους μας, λαλουντες τη γλωσσα τη μητρικη,
συνενοχους και συμμετοχους στα κοινα οραματα
Ανθρωπους που καταντησανε προσφυγες μεσα στον ιδιο τους τον τοπο
Και που γι αυτους,
ουτε λαβαρα υψωνονταν,
ουτε πολιτικες καρριερες χτιζονταν,
ουτε λαγιδρια εκφωνουνταν στις τηλεορασεις,
ουτε κανεις συμπονουσε την αθλιοτητα τους
αφου
δεν ησαν μαυροι, δεν ησαν αλλοθρησκοι, δεν ησαν εξωτικοι
και, πανω απ όλα
δεν ληστεψαν, δεν βιασαν, δεν προσβαλαν,
μονον
υπεμεναν τη δυστυχια τους με αξιοπρεπεια
Ισως γι αυτό δεν νοιαζονταν κανενας…
3.
Και ηταν τοτε γεματοι οι δρομοι
και τα αυτοσχεδια παραπηγματα
και οι ακριες των πεζοδρομιων
και τα μονοπατια του θανατου
από ανεργους
από αθλιους
από πλανοδιους επαιτες των κινεζικων εμπορειων
που εξαιτιας μιας παγκοσμιας πολιτικης, ελεουσαν καπου-καπου
τους απελπισμενους
πετωντας τους ενα κομματι ψωμι, για να τους ξεφορτωνουν τα κονταιηνερ
Τουλαχιστον στις γατες, προσφερανε τα αποφαγια, χωρις να τους ζητουν
και να δουλεψουν…
4.
Όμως, τα παιδια…
Πώς να αγνοησει κανεις τα παιδια;
Κι αν δεν ενδιαφεροντουσαν, οι κατά τα αλλά ευσπλαχνες κυριες,
που τοσοι ανθρωποι λιμοκτονουσαν,
ενώ χαλαγανε τον κοσμο για μια πεθαμενη φωκια!
Κι αν δεν εδιναν δεκαρα επειδη ερημωναν τα μικρομαγαζα,
επειδη τραπεζες και προστιμομπηχτες εβγαναν στον δρομο οικογενειες,
επειδη φοροεισπρακτορες και πανοπλοι μπατσοι περιπολουσαν στις γειτονιες,
επειδη διπλασιαστηκαν οι αυτοκτονιες,
ενώ ανησυχουσαν για τις αρκουδες της Ανταρκτικης!
Και αν ακομα, συνεχιζαν αμεριμνες τα ψωνια τους
στα πολυκαταστηματα και στις λοιπες ακροπολεις των πολυεθνικων,
πως θα μπορουσαν να δικαολογησουν στη συνειδηση τους τα παιδια;
Γιατι,
οσο να΄ναι, ένα πεινασμενο παιδικο βλεμμα
σαν αυτά που δειχνουνε στις τηλεορασεις,
σου χαλαει το κεφι για τα ψωνια του week end…
5.
Κι ηρθανε λεει αποβραδις, να πραξουν το καθηκον τους
Και μοιρασανε καραμελες στα παιδια
των ανεργων,
που ειχαν αρχισει να σωρευονται σε αναξιοποιητες εκτασεις των δημων
σε πρωην στρατοπεδα για λαθρομεταναστες
στις παρυφες των σκουπιδοτοπων
σε εγκαταλειμμενα βαγονια
σε αφυλακτους σταθμους
διεκδικωντας τα εδαφη που πριν από λιγο καιρο
διαφεντευαν οι γατες του μεσονυκτιου
Τους εδωσαν καραμελες και ζαχαρωτα μπομπονια
και βιβλιαρακια που ομιλουσαν περι της προστασιας της απωασιατικης φωκιας
κι επιπλεον μοιρασαν στο κάθε παιδι κι από ένα κοκκινο μπαλονι…
Κι ετσι,
ξημερωνοντας η μερα,
βρηκε σ έναν απολυτως γκριζο ουρανο, δεκαδες κοκκινες κουκκιδες,
σαν σταγονιτσες αιματα,
λες κι ειχε ματωσει ο καιρος…
Το κοκκινο μπαλονι της Ανιτας
1.
Τον καρο εκεινο ακουονταν,
ελεγαν,
στους σκουπιδοτοπους, ενα μαγεμμενο ακορντεον…
Δεν ηταν βεβαιο το πώς ονομαζονταν ο ακορντεονιστας.
Καποιοι ειχαν να πουν ότι, πολύ πριν εποικισουνε τον σκουπιδοτοπο
οι ανεργοι
και οι χρεωκοπημενοι
κι ενοσω ακομα κυριαρχουσανε εκει οι γατες του μεσονυκτιου,
υπηρχανε ωρες που ακουονταν το μαγεμμενο ακορντεον
και πιο πολύ,
από εκεινους που ειχαν την καταρα να ακουουν περιεργους ηχους, όπως
ας πουμε…
Τον κροτο που καμουν οι προσευχες όταν σκαζουν βουβες
στα κρασπεδα του ουρανου
ή
τον αδιορατο λυγμο ενός ερωτα που πνιγεται χρονια σε κουταλακια του γλυκου,
γεματα από μη και δεν πρέπει…
Δεν υπηρχε, ελεγαν, στον κοσμο άλλο τετοιο ακορντεον!
2.
Και στον καιρο των γατων, ακομα…
οσοι ειχαν ματια να δουν,
ορκιζονταν πως, οποτε εφτανε στον βρωμερο τους τοπο, αυτος ο ακορντεονιστας
και ανοιγε τη φυσαρμονικα, με τον τροπο που ο ηλιος ανοιγει
τα πεταλα των κοριτσιων,
εκατονταδες γατοι από εκει γυρω, παρατουσανε τις ερωτοτροπιες
και τις ιντριγκες
εγκατελειπαν τους καυγαδες
ανασηκωνανε τις ουρες
και επαιρναν το κατοπι τη μουσικη, συνοδευντας τους ηχους του ακορντεον
με ναζια
και νιαουρισματα…
3.
Τον ειχαν ονομασει Ορφεα…
Αν και κανεις δεν γνωριζε το αληθινο ονομα του…
Κι ας ητανε ενας Ορφεας, που πισω του ακολουθουσανε οι Ευρυδικες των σκουπιδοτοπων…
4.
Τη μερα που μοιρασανε μπαλονια στα παιδια
και η Ανιτα πηρε ένα κοκκινο – κατακοκκινο μπαλονι
[κι ητανε η μονη, αυτή η δωδεκαχρονη μικρη, που ειχε δει με τα ιδια της τα ματια, τον παραξενο ακορντεονιστα
μια νυχτα
που ετρεμε από τους φοβους, ολομοναχη σ ένα εγκαταλειμμενο κινεζικο κονταιηνερ,
που ο μπαμπας και η μαμα,
ανεργοι και οι δυο,
ειχαν προχειρα διαμορφωσει, να θυμιζει κατι σαν σπιτι,
τοπθετωντας μια γλαστρα με κοκκινο γερανι σε καποια χαλυβδινη προεξοχη
και ένα κουρτινακι καθαρο, με κανα δυο χρωματιστες κορδελες
κι εφερναν λιγο ψωμι, δουλευοντας αραια και που,
σε τιποτα νυχτερινες καντινες…
και τοτε, σαν μαγεμμενη η Ανιτα, ειχε σηκωθει χαραματα
και ειχε παρει το κατοπι το ακορντεον,
αυτή ανάμεσα στις γατες – κι από τοτε, ορκιζονταν πως δεν θα ξαναφοβοταν πια,
γιατι ειχε φιλο έναν Ορφεα!
Και δεκα χιλιδες μαυρους γατους…]
Τη μερα όμως που μοιρασαν τα κοκκινα μπαλονια στα παιδια,
η Ανιτα ξανακουσε το μαγεμμενο ακορντεον
και βγηκε τρεχοντας στα μονοπατια των σκουπιδοτοπων
να προϋπαντησει τον φιλο της, βαστωντας χαρουμενη στο ένα χερι
το κοκκινο μπαλονι…
5.
Κι ετσι εξαισια,
σαν τις εικονες από κάποιο παραμυθι,
ο μαγεμμενος μουσικος,
παρεσυρε τις γατες και την Ανιτα, σε ένα μονοπατι που δεν ηταν χαραγμενο
πουθενα
ενώ οι λεηλατημενοι ανθρωποι παρακολουθουσαν με φοβο
αυτό το ανεξηγητο των πραγματων,
μη αντεχοντας ότι κι αυτωνων καποτε οι ζωες, ειχαν ένα μεριδιο
από μουσικες και χρωματα…
Μονο,
που ο ακορντεονιστας, εξον από τις γατες και την Ανιτα,
μαγευε και τα μπαλονια!
Κι ανοιξανε οι ψυχες των παιδιων
και πεταξαν χαμω τα αλλοθι της λεηλασιας – τις καραμελες,
τα ζαχαρωτα μπομπονια
τα ολιγα ρουχα
και την ολιγη ζεστασια, που για έναν ησυχο υπνο τους τα χαρισαν οι ελεημονες,
για μια επαναπαυση της καρδιας, ότι – να!
Δεν ειμαστε ενοχοι εμεις για την αθλιοτητα ετουτων εδώ,
εμεις τους ελεουμε…
Και υψωθηκαν στον γκριζο ουρανο εκατονταδες κοκκινα μπαλονια
ματωνοντας ως οπου εφτανε το ματι
τη δυναστεια του Καλου,
που αιωνες τωρα οικοδομειται απανω στο μαλακο εδαφος
της εξαθλιωσης…
Ελα όμως,
που αυτος ο θριαμβος της Δικαιοσυνης, δεν εκαμε εξαιρεσεις
και ανοιξαν τα αδυναμα δαχτυλα της Ανιτας και – φραπ!
Το κοκκινο μπαλονι της πεταξε στον ουρανο…
6.
Τελειωσε η μαγεια…
Οι γατες κατεβασανε ουρες και επεστρεψαν στο καθημερινο τους ψαξιμο,
για τιποτε αποφαγια
Ο ακορντεονιστας εκλεισε τη φυσαρμονικα και κρεμασε το ακορντεον
στο στηθος του
στο μερος της καρδιας
κι υστερα εφτυσε καταγης, σαν να σιχαινονταν το ιδιο του το θαυμα…
Επρεπε να το καμω αυτό!
Μουρμουρισε χολωμενος κι ετοιμαστηκε να ξαναφυγει, ενοσω οι λεηλαμενοι ανεργοι
ετοιμαζονταν κι αυτοι για το καθημερινο τους ψαξιμο,
για τιποτε αποφαγια…
Η Ανιτα τον τραβηξε από το μανικι.
Δεν ειχε τιποτα να του παραπονεθει, μονο τον ηθελε λιγο ακομα,
κοντα της…
Ουτε μυξοκλαιγε,
επειδη το κοκκινο μπαλονι της εκοβε βολτες αμεριμνο στον ουρανο,
μοναχα κοιταζε το ακορντεον όπως τα χελιδονια ζυγιαζουνε με το ματι
τις διαδρομες των οριζοντων
Και τον κρατουσε από το μανικι…
7.
Ο Ορφεας χαμηλωσε το δικαιο.
Για άλλη μια φορα,
Στην ιστορια της ανθρωποτητας, η Δικαιοσυνη πληρωνονταν μ ένα αδικο
Εριξε μια ματια στον ματωμενο ουρανο και μετα ξεκρεμασε το ακορντεον.
Ανοιξε τη φυσαρμονικα
και χαϊδεψε τα κουμπια…
Η μαγεμμενη μουσικη,
ξαναρχισε το μακρυ ταξιδι της, μεσα στη σιωπη των οντων.
Γατες και ανθρωποι κοντοσταθηκαν, σαν αεροπαρμενες σελιδες…
Το κοκκινο μπαλονι της Ανιτας, κοντοσταθηκε επισης
Εφερε μια δυο βολτες αναποφασιστο στις πιστες του ουρανου,
τραμπαλιστηκε ανάμεσα σε συννεφα και ανεμους,
τελος,
πηρε τον δρομο της μουσικης, κρατωντας το ισο της πτωσης του
με την ουρα του
Κι ετσι,
νοτα τη νοτα,
σκερτσο το σκερτσο,
το κοκκινο μπαλονι της Ανιτας κατεβηκε χορευτικα ως τα χερια του ακορντεονιστα,
που κουρασμενος από τα αλεγκρα της Δικαιοσυνης
επαιζε τωρα τα γαληνια ανταντε της αγαπης…
Κι όταν το επιασε, επιτελους, σταματησε τη μουσικη
και το γυρισε πισω στην Ανιτα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: