Εκεί είναι τα λεφτά!
Ε, φίλε. Σε σένα μιλάω. Ναι, σε σένα με το Καγιέν. Κατέβα τα φιμέ να σε βλέπω. Α γεια σου! Λοιπόν, άκου: Σου 'χω σιγουράκι. Σου 'χω τη λύση. Βλέπεις πώς είναι τα πράγματα εδώ πέρα, έχουν αγριέψει, έχει στεγνώσει και η φάση, δεν έχει μείνει χαρτί. Κι έχουν αρχίσει να αντιδράνε περίεργα. Παρκέρνουμε το Καγιέν στο πεζοδρόμιο μπροστά στο κλαμπ και μας κοιτάνε κάπως. Το 'χει παρατηρήσει. Πρέπει να την κάνουμε. Θα σου πω εγώ πώς.
Μία λέξη: Αζερμπαϊτζάν. Α-ζερ-μπα-ϊ-τζάν. Εκεί είναι το ψωμί. Πετρέλαια, φίλε μου, χρήμα να φάν' κι οι κότες. Πας εκεί, στήνεις μια εταιριούλα συμβούλων και κάνεις ό,τι σου κατέβει, κάνεις πάρτι, κάθεσαι κάτω από την κάνουλα και λούζεσαι στο χρήμα. Σαν Ελλάδα στα 90s ένα πράμα. Τον Τάσο τον Μαντέλη τον ξέρεις; ..........
Ναι, τον Ρόκο. Που τα πήρε από τη Ζίμενς. Εκεί έχει πάει. Ζει μόνιμα. Κάνει «επιχειρήσεις».
Αυτό έχω να σου πω μόνο: Μπακού.
Το στολίδι του Καυκάσου. Το Παρίσι της Κασπίας.
Μια πόλη στα όρια του μύθου. Η πατρίδα του Ροστροπόβιτς του τσελίστα και του Βαγκίφ Μουσταφαζαντέ του τζαζίστα. Μια πόλη ραφινάτη και γουστόζα. Γεμάτη κρύο μα και μπρίο. Μια πόλη που σύντομα θα έχει το δικό της Death Star.
Νύχτα; Τρελή νύχτα έχει. Κάθε νύχτα στα στιλάτα κλαμπζ θα είμαστε, και τη μέρα θα πηγαίνουμε και να βλέπουμε και μπάλα, τους θεούς τη Νεφτσί Μπακού, να σκίζει τους ξεφτίλες της ΦΚ Μπακού, τους πουλημένους, τα ρετάλια.
Αν θα 'χουμε προβλήματα πίσω; Τι προβλήματα; Να, δεν είδες; Ο Τάσος ο Ρόκο κύριος γύρισε, κύριος δήλωσε «ναι, πήρα μίζα 200.000 ευρώ από τη Ζίμενς», κύριος έφυγε. Δεν τον άγγιξε κανένας. Τεφλόν. Μπακού, φίλε μου. Αζερμπαϊτζάν. Εγγύηση. Εκεί πρέπει να πάμε, εγώ κι εσύ, με τις γυναίκες μας και με τις γκομενέτες μας. Ή και χωρίς τις γκομενέτες — έχει γκομενέτες εκεί, κορμιά φιδίσια, μάτια γατίσια, επί της γης κόλαση, οι Αζέρες οι Μπακούρες είν' φωτιά.
Πάμε. Πάμε στο Μπακού, και μην κοιτάς αλλού. Τι;
Ναι, ξέρω ότι Μπακού είναι και ένα γιαπωνέζικο τέρας που καταβροχθίζει όνειρα και εφιάλτες. Δεν σε απασχολεί αυτό. Εμείς τα λαμόγια τα ζούμε τα όνειρα. Εμείς δεν βλέπουμε εφιάλτες.
Μία λέξη: Αζερμπαϊτζάν. Α-ζερ-μπα-ϊ-τζάν. Εκεί είναι το ψωμί. Πετρέλαια, φίλε μου, χρήμα να φάν' κι οι κότες. Πας εκεί, στήνεις μια εταιριούλα συμβούλων και κάνεις ό,τι σου κατέβει, κάνεις πάρτι, κάθεσαι κάτω από την κάνουλα και λούζεσαι στο χρήμα. Σαν Ελλάδα στα 90s ένα πράμα. Τον Τάσο τον Μαντέλη τον ξέρεις; ..........
Ναι, τον Ρόκο. Που τα πήρε από τη Ζίμενς. Εκεί έχει πάει. Ζει μόνιμα. Κάνει «επιχειρήσεις».
Αυτό έχω να σου πω μόνο: Μπακού.
Το στολίδι του Καυκάσου. Το Παρίσι της Κασπίας.
Μια πόλη στα όρια του μύθου. Η πατρίδα του Ροστροπόβιτς του τσελίστα και του Βαγκίφ Μουσταφαζαντέ του τζαζίστα. Μια πόλη ραφινάτη και γουστόζα. Γεμάτη κρύο μα και μπρίο. Μια πόλη που σύντομα θα έχει το δικό της Death Star.
Νύχτα; Τρελή νύχτα έχει. Κάθε νύχτα στα στιλάτα κλαμπζ θα είμαστε, και τη μέρα θα πηγαίνουμε και να βλέπουμε και μπάλα, τους θεούς τη Νεφτσί Μπακού, να σκίζει τους ξεφτίλες της ΦΚ Μπακού, τους πουλημένους, τα ρετάλια.
Αν θα 'χουμε προβλήματα πίσω; Τι προβλήματα; Να, δεν είδες; Ο Τάσος ο Ρόκο κύριος γύρισε, κύριος δήλωσε «ναι, πήρα μίζα 200.000 ευρώ από τη Ζίμενς», κύριος έφυγε. Δεν τον άγγιξε κανένας. Τεφλόν. Μπακού, φίλε μου. Αζερμπαϊτζάν. Εγγύηση. Εκεί πρέπει να πάμε, εγώ κι εσύ, με τις γυναίκες μας και με τις γκομενέτες μας. Ή και χωρίς τις γκομενέτες — έχει γκομενέτες εκεί, κορμιά φιδίσια, μάτια γατίσια, επί της γης κόλαση, οι Αζέρες οι Μπακούρες είν' φωτιά.
Πάμε. Πάμε στο Μπακού, και μην κοιτάς αλλού. Τι;
Ναι, ξέρω ότι Μπακού είναι και ένα γιαπωνέζικο τέρας που καταβροχθίζει όνειρα και εφιάλτες. Δεν σε απασχολεί αυτό. Εμείς τα λαμόγια τα ζούμε τα όνειρα. Εμείς δεν βλέπουμε εφιάλτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου