Του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή της 5/12/2010
Κάτω, οι σωροί των σκουπιδιών, διογκούμενοι μέρα με τη μέρα, υπενθυμίζουν με την oχληρή για το βλέμμα και την όσφρηση παρουσία τους ότι αποτελούν μόνιμο προεορταστικό διάκοσμο τα τελευταία χρόνια, ένα έθιμο κι αυτοί· φαίνεται ωστόσο πως η όχλησή μας κρατάει λίγο, γιατί η συνήθεια τα καταφέρνει να επιβάλει τον νόμο της μοιρολατρίας και σε αυτό το ζητηματάκι, ασήμαντο εντέλει μπροστά στα τόσα που μας ζώνουν – κι έτσι, σχεδόν παραιτηθήκαμε και από την υποχρέωση της διαμαρτυρίας, του παράπονου έστω, κι απλώς προσπερνάμε.
Πάνω, για όποιον εξακολουθεί να σηκώνει τα μάτια αναζητώντας ένα κομμάτι ουρανό, στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, πολλαπλασιάζονται ραγδαία τα γιορτινά λαμπιόνια και οι πλαστικοί αγιοβασίληδες με τη σκαλίτσα τους, το σακούλι τους και το σίγουρο χαμόγελό τους. Βγήκαν από τα πατάρια, ξεσκονίστηκαν, διορθώθηκαν κι άρχισαν να τοποθετούνται σαράντα μέρες και παραπάνω πριν από τα Χριστούγεννα. Είναι σαν να τέθηκε σε ισχύ ένας παλαιοημερολογιτισμός από την ανάποδη, προδρομικός αυτός και όχι αργοπορημένος, και μάλιστα τριπλασιασμένος χρονικά σε σχέση με τον ήδη υπάρχοντα. Και κάτι μου λέει πως δεν ήταν μόνο η απαίτηση των παιδιών κάθε σπιτιού που έφερε άρον άρον στο προσκήνιο τον κόκκινο παππού με τις δωρηματικές υποσχέσεις. Και η τηλεόραση βέβαια, μείζων παραγωγός εθίμων και υποβολέας νοοτροπίας, έσπευσε να προσαρμόσει το πρόγραμμά της, προβάλλοντας ανάμεσα στ’ άλλα, νοεμβριάτικα, και μια ταινία που ο τίτλος της, «Xριστούγεννα με το ζόρι», ταιριάζει με την όλη σπουδή.
Και στα μαγαζιά, το ίδιο έγινε, κι εκεί εφταμηνίτικη αποφασίστηκε η γέννα· στολίστηκαν λοιπόν κι αυτά προτού καλά καλά μπούμε στο δεύτερο μισό του Νοέμβρη. Τη δουλειά τους κάνουν, θα πείτε, ή μάλλον από την αναδουλειά τους τα κάνουν όλα αυτά τα βιαστικά, μήπως και προσελκύσουν τα αδυνατισμένα βαλάντια, σκηνοθετώντας από πολύ νωρίς ένα «εορταστικό κλίμα», εις μνήμην καταναλωτικών συνηθειών που φαίνεται να υποχωρούν. Άγρια μειωμένοι οι μισθοί και οι συντάξεις, ασυγκράτητη η ανεργία, το «δώρο» μια ανυπόστατη υπόθεση – το «σόπινγκ θέραπι», που υποτίθεται πως είχε γίνει του συρμού, ανήκει πια σε άλλον αιώνα. Τα πάντα αλλάζουν. Δραματικά. Για όλους; Σίγουρα δεν άλλαξαν και δεν θ’ αλλάξουν για όσους, πολιτικούς, δημοσιογράφους και λοιπούς σχολιαστές–τιμητές, σωφρονίζουν κάθε βράδυ από τον γυάλινο άμβωνά τους τη μάζα, εγκαλώντας την για οκνηρία, ωχαδερφισμό, παρασιτισμό και ανομική συμπεριφορά· αυτοί θα συνεχίσουν να άρχουν και να διδάσκουν από το ύψος της βλοσυρής αλαζονείας τους και από την ασφάλεια των αποθησαυρισμένων τους. Για πολλούς όμως αλλάζουν τα πράγματα, για πάρα πολλούς· για όσους (άλλο σίγουρο κι αυτό) δεν «συμμετείχαν σε κανένα πάρτι», για όσους δεν «τα έφαγαν μαζί» παρά επέμεναν να πορεύονται ταπεινοί και τίμιοι. Έχει και τέτοιους ο τόπος, πάντοτε είχε, αφανείς, άγνωστους πολίτες· αν δεν τους είχε, για ν’ ακουμπήσει πάνω τους και να στηριχτεί, θα είχε στ’ αλήθεια βουλιάξει, θα είχε τσακιστεί προ πολλού. Μόνο που τους έχει περιλάβει ακόμα και αυτούς η συλλήβδην ενοχοποίηση που επιχειρείται με όπλο το τόσο βολικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης.
Κι ωστόσο, παρά την γκρίζα καθημερινότητα, ή ίσως εξαιτίας της, τα μπαλκόνια βιάζονται να δείξουν φωτεινά και χαρούμενα. Γιατί τη νιώθει σαν βαθιά ανάγκη ο κόσμος τη γιορτή, έχει - δεν έχει ακουστά τη φράση εκείνη του Δημόκριτου του Αβδηρίτη, δεινού ταξιδευτή (μέχρι και στην Ινδία πήγε, λέει η παράδοση, και συναντήθηκε με Γυμνοσοφιστές, άρα λοιπόν είχε νιώσει πόσο απαραίτητα είναι τα πανδοχεία για τους οδοιπορούντες), στην οποία τόσο συχνά προσφεύγουμε: «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Χωρίς ανάσες, χωρίς την ευκαιρία έστω για μια ανάσα, ακόμα κι αν αυτή ενδέχεται να αποδειχθεί ανεπαρκής, ο ανήφορος γίνεται κατακόρυφος. Πάντοτε υπήρχε η ανάγκη της γιορτής, η ζήτησή της (χάρη στη συνθήκη της συναισθηματικής πρώτα και κατόπιν οικονομικής σπατάλης που εγκαθιδρύει προσωρινά), και πολύ περισσότερο σε εποχές όπου η αισιοδοξία κρίνεται είτε αφέλεια είτε αμάρτημα ή παρανομία. Και τέτοια είναι η τωρινή εποχή, η οποία εξωθεί τις ψυχές τις σφυροκοπημένες από τα μέτρα της ασφυξίας (που όλο «τελειώνουν» κι όλο ανανεώνονται, πολλαπλασιάζονται και οξύνονται) να εκβιάσουν τον χρόνο, να επιταχύνουν την έλευση της εορταστικής αυταπάτης. Σαν αυτόματη αντίδραση στο «κάθε πέρσι και καλύτερα» έρχεται αυτό το «κάθε φέτος και νωρίτερα»· σαν ψυχικό αντίδοτο. Η κατήφεια, που γενικεύεται πια και εδραιώνεται, ως απόρροια όχι μόνο των θυσιών που επιβάλλονται αλλά και της ολοένα ενισχυόμενης πεποίθησης ότι όσες και όποιες κι αν είναι οι θυσίες αυτές, θα αποβούν αναποτελεσματικές, αναζητεί ένα κάποιο γιατροσόφι στον διάκοσμο, στις γιρλάντες, στα μικρά φώτα, που επιστρατεύονται για να εγκαρδιώσουν τόσο αυτόν που τα τοποθετεί και την οικογένειά του όσο και τον αδρανή ακόμα γείτονα και τον δύσθυμο απέναντι, να τον παρασύρουν κι αυτόν. Μοναδικό, αθώο κίνητρο η μικρή ελπίδα πως όλα τούτα ίσως λειτουργήσουν παραμυθητικά, σαν ξόρκια στα οποία προσφεύγουν άνθρωποι που κατά βάθος δεν τα πιστεύουν.
Αν ήταν οι ανάγκες ή οι βλέψεις της αγοράς αυτές που έφεραν τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο μέσα στον Νοέμβριο, και μάλιστα ένα Νοέμβριο σχεδόν ανοιξιάτικο, πιθανότατα θα περίττευε ακόμα και ο χλευασμός αυτής της άωρης και άτοπης πανηγυρικής διάθεσης. Αλλά, μετρώντας μέρα τη μέρα να πληθαίνουν τα φωτάκια και τα στολίδια των σπιτιών όταν τίποτα το εορταστικό δεν υπαγορεύει την εγκατάστασή τους, μπαίνεις στη σκέψη πως τ’ ανάβει κάποιο πείσμα, κάποια επιμονή, μια βαθύτερη ανάγκη· ιδίως τώρα που αρκετοί, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά (και δυστυχώς λιγότεροι απ’ ό,τι του χρόνου και του παραχρόνου), οι νεόπτωχοι που θα πολλαπλασιάζονται δηλαδή, αντιμετωπίζουν την πραγματική απειλή να δουν ότι αληθεύει τελικά η εικασία εκείνη των γραμματικών πως η λέξη «εορτή», παρότι τόσο όμορφη και γενναιόδωρη, συγγενεύει με τη δυσοίωνη συνήθως λέξη «έρανος». Ακόμα και η ανάγκη της ψευδαίσθησης, του συνειδητού αυτοφενακισμού, προβάλλει σαν απαραίτητη και ωφέλιμη, τώρα που γλιστρούν μέσα από τα χέρια μας για να χαθούν όλες οι παλιές βεβαιότητες· και μένουμε έτσι αμήχανοι, σχεδόν μοιρολάτρες, παγιδευμένοι σε ένα καθεστώς που όσο περνάει ο καιρός καταλαβαίνουμε ολοένα περισσότερο ότι δεν το ορίζουμε εμείς ούτε, φυσικά, οι κυβερνήτες μας.
Δεν θα μείνει μόνο ώς τα Φώτα ο εορταστικός διάκοσμος, όπως γινόταν κάποτε, ούτε και οι κάθε λογής καλικάντζαροι άλλωστε θα φύγουν τότε. Η ταπεινή ζωή του θα παραταθεί έως τα μέσα του Γενάρη, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και έως τα τέλη του. Ετσι συμβαίνει με τα ξόρκια όταν δεν πιάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου