του Κώστα Νικολάου
Η άνοδος ακροδεξιών και φασιστικών ιδεών, πρακτικών και σχημάτων εμφανίζεται ιστορικά σε περιόδους κρίσης και συνήθως οικονομικής κρίσης. Οι συνθήκες που δημιουργούν αυτά τα φαινόμενα είναι βέβαια κοινωνικές, αλλά ευνοούνται καθοριστικά όταν συμπίπτουν χρονικά με έλλειμμα δημοκρατίας, ελλιπή κατανόηση ή και υποτίμησή τους και ανυπαρξία μιας πειστικής, ενωτικής, ξεκάθαρης και κοινωνικά δίκαιης πολιτικής εξόδου από τη κρίση.
Η σημερινή ιστορική συγκυρία χαρακτηρίζεται αναμφισβήτητα από την οικονομική κρίση, που καθορίζεται από την πρωτοφανή στα μεταπολεμικά χρονικά νεοφιλελεύθερη επιθετική πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο είναι τμήμα της κυρίαρχης τάξης. Η νεοφιλελεύθερη αυτή πολιτική οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου ανακατανομή του πλούτου, αφαιρώντας εισοδήματα από τους μισθωτούς και μικρομεσαίους, αυξάνοντας την ανεργία και φτώχεια και συγκεντρώνοντας οικονομική και πολιτική δύναμη στα χέρια των ολίγων και κυρίως αυτών που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Η δημιουργία ακραίας οικονομικής ανισότητας και συγκέντρωσης του πλούτου σε λίγα χέρια οδηγεί αναπόφευκτα και σε συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας σε λίγα χέρια και άρα, σε υποχώρηση κάθε έννοιας δημοκρατίας. Αυτό δεν είναι καινούργια ανακάλυψη. Εδώ και πάνω από 2.000 χρόνια, ο Αριστοτέλης στα 'Πολιτικά' του (που είναι το θεμέλιο του μεγαλύτερου μέρους της μεταγενέστερης πολιτικής θεωρίας) θεωρούσε δεδομένο ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι πλήρως συμμετοχική, να αποβλέπει στο κοινό καλό και ότι για να το επιτύχει, οφείλει να εξασφαλίζει σχετική ισότητα, "λελογισμένη και επαρκή ιδιοκτησία" και "διαρκή ευημερία" για τον καθένα. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης είχε την αίσθηση ότι αν έχεις ακραίες καταστάσεις φτώχειας και πλούτου, δεν μπορείς να μιλάς σοβαρά για δημοκρατία (βλ. σχετ. N. Chomsky, «Το κοινό καλό», Scripta, 2000).
Το ίδιο ακριβώς ομολογούν ωμά και οι θεράποντες του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι χαρακτηριστικές οι απόψεις του Mayer Amschel Rothschild, τραπεζίτη, όταν λέει: «Άσε με να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος φτιάχνει τους νόμους του» ή του Reginald McKenna, πρώην προέδρου της Τράπεζας Midland της Αγγλίας, που αναφέρει: «Αυτοί που ελέγχουν την πίστωση ενός έθνους καθοδηγούν την πολιτική των κυβερνήσεων και κρατούν στη χούφτα τους τη μοίρα των ανθρώπων» (βλ. P. Grignon, «Money as debt», 2006).
Παράλληλα, στα πλαίσια της σημερινής κρίσης, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα οδηγούν σε πτώση της αγοραστικής δυνατότητας ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την πτώση των οικονομικών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία οικονομικού αδιέξοδου στα μικρομεσαία στρώματα, που αναγκαστικά οδηγούνται σε παύση δραστηριοτήτων και στην ανεργία. Έτσι, το μερίδιο των όποιων οικονομικών δραστηριοτήτων αυτών των μικρομεσαίων μεταφέρεται και συγκεντρώνεται στις μεγάλες επιχειρήσεις οδηγώντας σε αύξηση των κερδών τους, καθώς και των κερδών των χρηματοπιστωτικών εταιρειών διαμέσου του μηχανισμού των χρεών και δανείων.
Σε συνθήκες άλλου είδους κρίσης, οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες θα οδηγούνταν σε προλεταριοποίηση. Στη σημερινή όμως κρίση οδηγούνται σε δραματικά αυξανόμενη ανεργία και εξαθλίωση. Σε τέτοιες συνθήκες, αυτές οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες αποτελούν πρώτης τάξης πελατεία για ακροδεξιές και εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες.
Αυτό συμβαίνει γιατί όπως γνωρίζουμε ιστορικά «ο φασισμός αντιστοιχεί επιπλέον στην επικράτηση της ηγεμονίας ενός νέου τμήματος τάξης στο εσωτερικό του άρχοντος συγκροτήματος: του τμήματος του χρηματιστικού κεφαλαίου, δηλαδή του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου ... Η διαδικασία εκφασισμού αντιστοιχεί σε μια οικονομική κρίση του συνόλου της μικροαστικής τάξης ... Η επιτάχυνση της διαδικασίας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στη διάρκεια του εκφασισμού, κλονίζει άμεσα την οικονομική υπόσταση της μικρής παραγωγής και της μικρής ιδιοκτησίας ... Η απώλεια της πραγματικής επιρροής των κομμάτων στην πολιτική κονίστρα, αναγκάζει τη μικροαστική τάξη να τα εγκαταλείψει. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος προς τα φασιστικά κόμματα» (Ν. Πουλαντζάς, «Φασισμός και δικτατορία», Ολκός, 1975).
Επίσης, «η κρίση δημιουργεί άμεσες καταστάσεις επικίνδυνες, γιατί τα διάφορα στρώματα του πληθυσμού δεν έχουν την ίδια ικανότητα να προσανατολίζονται γρήγορα και να αναδιοργανώνονται με τον ίδιο ρυθμό.....Το πέρασμα των δυνάμεων πολλών κομμάτων κάτω από τη σημαία ενός μοναδικού κόμματος, που αντιπροσωπεύει καλύτερα και συνοψίζει τις ανάγκες ολόκληρης της τάξης, είναι ένα φαινόμενο οργανικό και φυσιολογικό, παρόλο που ο ρυθμός του είναι ταχύτατος και σχεδόν κεραυνοβόλος σε σύγκριση με τους ήσυχους καιρούς: αντιπροσωπεύει τη συγχώνευση μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας, κάτω από μια μοναδική ηγεσία που θεωρείται σαν η μόνη ικανή να λύσει ένα πρωτεύον πρόβλημα ύπαρξης και να απομακρύνει ένα θανάσιμο κίνδυνο» (A. Gramsci, «Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος», Ηριδανός).
Η κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών, αλλά και περιβαλλοντικών επιπτώσεων της σημερινής οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνον από μια κοινωνική συμμαχία όλων όσων πλήττονται από την νεοφιλελεύθερη πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτή η κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει τους μισθωτούς δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, αγρότες, ανέργους, αυτοαπασχολούμενους, μικρομεσαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα σε αυτήν τη φάση της κρίσης και που μόνον αυτή η συμμαχία μπορεί να οδηγήσει σε μια εναλλακτική και κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση.
Όλες οι πρόσφατες κάθε είδους εκλογές και όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν ότι η συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι μπορεί να εκπροσωπηθεί πολιτικά ούτε από τα κόμματα του κάθε είδους νεοφιλελευθερισμού, αλλά ούτε και από κάθε μια από τις 35 και πλέον οργανώσεις της αριστεράς και της οικολογίας (ζητώ προκαταβολικά συγνώμη αν κάνω λάθος στον αριθμό, αλλά χάθηκα στο μέτρημα).
Η αποφυγή του ενδεχόμενου να συνεχίσει να απέχει η κοινωνική πλειοψηφία και άρα να αποφασίζει η μειοψηφία (που σημαίνει έλλειμμα δημοκρατίας), αλλά και του ενδεχόμενου (καθόλου απίθανου ιστορικά και κοινωνιολογικά) να εκφρασθεί από ακροδεξιές και φασιστικές λύσεις, μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο με την ανάδειξη μιας πολιτικής για την κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση, που με τις σημερινές συνθήκες για να είναι πειστική χρειάζεται να είναι ενωτική. Η κοινωνική αυτή συμμαχία μπορεί να εκπροσωπηθεί αποτελεσματικά μόνον από μια πολιτική συμμαχία της σοσιαλιστικής, ανανεωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς, των οικολόγων και των κοινωνικών κινημάτων, που με βάση την κρισιμότητα της σημερινής κατάστασης, είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν από αυτά που τους χωρίζουν.
Κύριο ιδεολογικό στίγμα αυτής της συμμαχίας δεν μπορεί παρά να είναι η αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία του «ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν», της εργολαβίστικης και κερδοσκοπικής αντιμετώπισης των προβλημάτων της κρίσης και η αντικατάστασή της από τις ιδέες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ενεργού και συλλογικής συμμετοχής και της θεώρησης του ατομικού καλού μέσα από το γενικό καλό.
Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας είναι ιστορική και η ευθύνη κατανέμεται στο σύνολο της αριστεράς, της οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων. Καμιά συλλογικότητα δεν δικαιούται να συμπεριφέρεται ως ιδιοκτήτης της απόλυτης αλήθειας, όταν η κοινωνική πλειοψηφία δεν της το αναγνωρίζει. Δικαιούται όμως να της αναγνωρίζεται η κατοχή ενός μέρους της αλήθειας.
Χρειάζεται επίσης, να είναι ξεκάθαρο ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής μιας κοινωνικής αλλαγής χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή της συντριπτικής πλειονότητας της κοινωνίας υπονομεύει και τελικά ακυρώνει το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας. Αν δεν είναι η εκφρασμένη συντριπτική πλειονότητα που θέλει να οικοδομήσει μια δίκαιη κοινωνία, τότε αυτό που θα δημιουργηθεί θα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια δίκαιη κοινωνία. Όπου εμφανίζεται η προαναφερόμενη νοοτροπία, πρόκειται για καθαρή άγνοια της διαλεκτικής προσέγγισης των πραγμάτων, κατά την οποία το κοινωνικό μπλοκ της αλλαγής θα πρέπει - με το πρόγραμμά του - να καταφέρει να εκφράσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή.
Και τι εμπόδισε μέχρι σήμερα τη δημιουργία μιας τέτοιας συμμαχίας; Η ύπαρξη ανυπέρβλητων ιδεολογικών, προγραμματικών, πολιτικών εμποδίων; Όχι. Κανένα ιδεολογικό, πολιτικό και προγραμματικό εμπόδιο δεν είναι αρκετό για να αποτρέπει την ενότητα μπροστά στην κρισιμότητα μιας κατάστασης, που προκαλείται από την επίθεση ενός αποτυχημένου διεθνώς νεοφιλελευθερισμού και από ενδεχόμενα ακροδεξιά ή φασιστικά φαινόμενα.
Αυτό, που εμποδίζει τη συγκρότηση μιας νικηφόρας συμμαχίας είναι οι αγκυλώσεις ορισμένων ηγεσιών, που δεν μπορούν (προς το παρόν τουλάχιστον) να υπερβούν τον εαυτό τους και να συμβάλλουν στο ιστορικής ανάγκης εγχείρημα, με αποτέλεσμα να σπέρνουν απογοήτευση και να έχουν όλη την ευθύνη, που τα «καλύτερα παιδιά είναι στο σπίτι τους».
Οι συνθήκες κρίσης ευνοούν την ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση και τη δημιουργία μιας μεγάλης «από τα κάτω» συμμαχίας πολιτών της ευρύτερης αριστεράς, της οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων, που ξεπερνώντας τις υπάρχουσες αγκυλώσεις και δομές, θα αντιμετωπίσει τόσο το νεοφιλελευθερισμό όσο και το φασιστικό κίνδυνο και θα οδηγήσει σε μια κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση. Μέχρι σήμερα φαίνεται ότι θα πάρει πολύ χρόνο. Αλλά, υπάρχουν φορές, που οι αντικειμενικές συνθήκες οδηγούν σε τέτοιο γρήγορο μετασχηματισμό των συνειδήσεων, ώστε μπορεί να ισχύσει το «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος».
Η υπόθεση της πολιτικής ενότητας του συνόλου της ευρύτερης αριστεράς, της οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων για να επιτευχθεί και να μπορέσει να οδηγήσει στην κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση χρειάζεται να περάσει από τα εύθραυστα χέρια, που βρίσκεται σήμερα στα στιβαρά χέρια των πολιτών και όσων αγωνίζονται «όχι για να ξεχωρίσουν από τον κόσμο, αλλά για να σμίξουνε τον κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου