Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση πως η πρόσβαση στην αγορά εργασίας δεν είναι πλέον άμεση για τον πτυχιούχο ενός ανώτατου ιδρύματος. Τουναντίον, χρειάζεται να περάσει και δύο και τρία και τέσσερα και περισσότερα χρόνια άνεργος, ετεροαπασχολούμενος ή υποαπασχολούμενος για να ασκήσει το επάγγελμα που θέλει ή υποχρεώνεται να ακολουθήσει…
Κι αν τα «πρωτεία» μέχρι τώρα τα είχαν οι απόφοιτοι των λεγόμενων θεωρητικών σπουδών (φιλόλογοι, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι), που εκ φύσεως δεν διατηρούν στενό δεσμό με την απαιτητική σε εξειδίκευση και κατάρτιση αγορά εργασίας, πλέον υπάρχουν πολλοί επιστήμονες που έχουν στενό επαγγελματικό ορίζοντα μπροστά τους.
Ακόμα και από τις καλύτερες… οικογένειες, όπως δικηγόροι και γιατροί που έχουν προκαλέσει το αδιαχώρητο στους αντίστοιχους κλάδους. Ομοίως αρνητικές προοπτικές έχει ο εξίσου κορεσμένος χώρος των δημοσιογράφων καθώς και οι πτυχιούχοι ειδικών θεωρητικών σπουδών. Ενας στους τέσσερις πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης μέσα στα πέντε με επτά χρόνια μετά την αποφοίτησή του έχει αλλάξει πάνω από τέσσερις δουλειές. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί μία από τις ελάχιστες συγκεντρωτικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί για την απορρόφηση των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης: η «Οριζόντια δράση υποστήριξης των Γραφείων Διασύνδεσης» των πανεπιστημίων όλης της χώρας που έγινε το 2007 μελετώντας την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων της διετίας 1998-2000.
Αλλα συμπεράσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τους αρνητικούς δείκτες για ορισμένες ειδικότητες. Βάσει αυτών, το 17,1% των πτυχιούχων Ιστορίας-Αρχαιολογίας παραμένουν άνεργοι επτά με εννέα χρόνια ενώ υπάρχουν αρκετοί ετεροαπασχολούμενοι. Χαρακτηριστικότερο όλων, ωστόσο, το ποσοστό του 56,4% των ετεροαπασχολούμενων θεολόγων.
Ωφελημένοι και μη
Προς επίρρωσιν, η έρευνα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Θόδωρου Κατσανέβα, τα στοιχεία της οποίας ανανεώνονται κάθε χρόνο και ανασυνθέτουν την εικόνα της απορρόφησης των αποφοίτων των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή, τον περασμένο μόλις μήνα (Ιούνιο 2010) και δεδομένης της κρίσης -που θα επηρεάσει ορισμένα επαγγέλματα ακόμη περισσότερο- ουσιαστικά επιβεβαιώνονται τα γνωστά δεδομένα. Οπως επισημαίνεται, δυσχεραίνει κι άλλο η θέση φιλολόγων, αρχαιολόγων, θεολόγων, ιστορικών, ανθρωπολόγων, γεωγράφων, πολιτικών επιστημόνων. Το ίδιο ισχύει για γυμναστές, ψυχολόγους, δημοσιογράφους, θεατρολόγους, κοινωνιολόγους αλλά και χημικούς, φυσικούς, μαθηματικούς και τέλος για δικηγόρους και γιατρούς.
Στον αντίποδα, όπως καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, οι απόφοιτοι πολυτεχνικών σχολών και Πληροφορικής, οι οικονομολόγοι και φυσικά οι απόφοιτοι στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών (με την ασφάλεια της μονιμότητας του Δημοσίου) ενώ τις καλές προοπτικές τους διατηρούν ακόμη οι δάσκαλοι. Θετικές προοπτικές, επίσης, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, θα συνεχίσουν να έχουν τα παραϊατρικά επαγγέλματα ακόμη και η ενασχόληση με τις πωλήσεις. Στους ωφελημένους των τελευταίων ετών, οι νηπιαγωγοί, λόγω της επέκτασης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι γεωπόνοι και ορισμένες ειδικότητες που συνδέονται με την προώθηση της πράσινης ανάπτυξης.
Κατά κοινή διαπίστωση, πάντως, το βαρόμετρο για τις γενικότερες εξελίξεις σε ό,τι αφορά τις εργασιακές δυνατότητες των πτυχιούχων πανεπιστημίων και ΤΕΙ δεν επιφυλάσσει ευχάριστες εκτιμήσεις.
Ορισμένες ενδείξεις δεν αφήνουν περιθώρια. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Ερευνών, του Οικονομικού Πανεπιστημιών Αθηνών και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε κατακόρυφη αύξηση κατά 87% των πτυχιούχων της ανώτατης εκπαίδευσης τη δεκαπενταετία 1993-2007 σε αντίθεση με τη μικρή, μόλις 7%, αύξηση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Γεγονός που εξηγεί και απαιτεί την καλύτερη δυνατή ένταξη στην ολοένα και πιο ανταγωνιστική αγορά εργασίας που επιδιώκουν οι περισσότεροι πλέον απόφοιτοι ανώτατων ιδρυμάτων.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, το διδακτορικό και η απόκτηση ικανοτήτων (από ξένες γλώσσες έως ειδικές γνώσεις) μέσα από διάφορες συμπληρωματικές εκπαιδευτικές δομές, αποτελούν «κλειδιά» ώστε να ανοιχθούν περισσότερες πόρτες στον δρόμο της επαγγελματικής αποκατάστασης και καταξίωσης. Βάσει της σύνθεσης στοιχείων από γραφεία διασύνδεσης πανεπιστημίων, έρευνες-μελέτες σχετικά με την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων των ανώτατων ιδρυμάτων και από επαγγελματικά σωματεία, προκύπτει η εξής εικόνα:
* Θετικές σχολές: Περίπου το 30% των αποφοίτων των μαθηματικών, των φυσικών αλλά και των γεωπόνων περιμένουν μέχρι και περισσότερο από δύο χρόνια για να εργαστούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τα γραφεία διασύνδεσης των ιδρυμάτων, στην κορυφή της αρνητικής λίστας βρίσκονται οι κλάδοι γεωλογίας, φυσιογνωσίας, γεωπονικής, δασολογίας αλλά και οι χημικοί και βιολόγοι. Φωτεινή εξαίρεση εδώ, οι ειδικότητες Πληροφορικής.
* Ιατρικές σχολές: Δυσθεώρητες βαθμολογικά σχολές, με την Ιατρική της Αθήνας να τοποθετείται κατ’ ουσίαν και παραδοσιακά στην πρώτη θέση του πίνακα κατάταξης των βάσεων εισαγωγής, αφού αυτής προηγούνται οι αρχιτεκτονικές σχολές που «ανεβαίνουν» λόγω του ειδικού μαθήματος, και ορισμένες στρατιωτικές σχολές. Εξακολουθούν να προσελκύουν με το γόητρό τους, αρχίζουν όμως να βλέπουν αύξηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης.
Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των πτυχιούχων γιατρών που αντιμετώπισε πρόβλημα παρέμενε αθροιστικά στο 25% (10% ανεργία + 15% υποαπασχόληση) ενώ από πέρυσι παρατηρείται αύξηση των ανέργων πτυχιούχων Ιατρικής, Φαρμακευτικής και Οδοντιατρικής. Αντίθετα, εξακολουθεί να είναι καλύτερη η εικόνα στα παραϊατρικά επαγγέλματα είτε από πανεπιστήμια είτε από ΤΕΙ (νοσηλευτές, τεχνολόγοι ιατρικών μηχανημάτων, φυσικοθεραπευτές, διαιτολόγοι, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές κ.ά.).
* Πολυτεχνικές σχολές: Οι σταθερά κορυφαίες στη βαθμολογική κλίμακα και περιζήτητες πολυτεχνικές σχολές, με το τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ κορωνίδα της ομάδας, δικαιώνουν φήμη και υψηλές απαιτήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ο μέσος χρόνος αναζήτησης εργασίας των πτυχιούχων των τμημάτων (συνυπολογιζομένων των συνθηκών απασχόλησης και των απολαβών) είναι από δύο έως έξι μήνες. Τη μικρότερη ροή απορρόφησης παρουσιάζουν σταθερά οι πτυχιούχοι των ειδικοτήτων Μεταλλειολόγων και Χημικών Μηχανικών. Πάντως, να σημειωθεί ότι περίπου 20.000 πτυχιούχοι του ΕΜΠ ετεροαπασχολούνται, ενώ 30.000 εργάζονται με το γνωστό «μπλοκάκι», ήτοι με μικρές αποδοχές και περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα.
**Σχολές Πληροφορικής, Τηλεπικοινωνιών, Μάρκετινγκ, Λογιστικής, Οικονομίας, Διοίκησης, Χρηματοοικονομικού – Τραπεζικού τομέα: Τα πτυχία των σχολών αυτών αντιστοιχούν σε περιζήτητες ειδικότητες για τις ανάγκες της αγοράς. Κορυφαίοι παραμένουν οι τομείς της Πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών και της Οικονομίας, ενώ συνεχίζεται η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών που έχει προκαλέσει τη διευρυμένη ζήτηση εξειδικευμένων στελεχών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με μελέτες του ΣΕΒ σχετικά με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, στην κατάταξη με τις ειδικότητες αιχμής των πτυχιούχων της ανώτατης εκπαίδευσης, τα οικονομικά επαγγέλματα (οικονομολόγοι, λογιστές) τοποθετούνται με υψηλά ποσοστά (στη δεύτερη θέση μετά τους μηχανικούς-μηχανολόγους), ενώ ακολουθούν τα στελέχη πωλήσεων, μάρκετινγκ, Πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών.
* * Θεωρητικές σχολές: Τα παιδαγωγικά τμήματα αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι δείκτες αποκατάστασης των αποφοίτων των σχολών αυτής της κατεύθυνσης παραμένουν εδώ και χρόνια πολύ χαμηλοί. Στη λίστα, εκτός από τα τμήματα Θεολογίας, τα φιλολογικά, Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Επιστημών βρίσκονται και μικρότερα τμήματα της κατεύθυνσης, όπως, Μεσογειακών Σπουδών, Βαλκανικών, Σλαβικών κ.ά. ενώ εξίσου δύσκολη πορεία έχουν κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, ψυχολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και γυμναστές. Απαισιόδοξες είναι, επίσης, οι προβλέψεις για τις νομικές σπουδές οι οποίες, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν στις προτιμήσεις των υποψηφίων.
Τα στατιστικά, ωστόσο, είναι αποθαρρυντικά. Σύμφωνα με μελέτες των τελευταίων χρόνων, οι δικηγόροι στην Αθήνα, μόνο, έχουν ξεπεράσει τις 21.000 ενώ πανελλαδικώς είναι 43.500. Η εικόνα στις δικαστικές αίθουσες έχει ως εξής: Σύμφωνα με στοιχεία για το έτος 2008 (από γραφεία διασύνδεσης και εταιρείες μελετών όπως η Orientum), από τους περίπου 21.000 δικηγόρους, οι 11.000 δεν έκαναν καμία παράσταση στα δικαστήρια τον περασμένο χρόνο, οι 10.350 πραγματοποίησαν μία παράσταση και οι 6.000 από είκοσι έως τριάντα παραστάσεις. Το πρόβλημα της άμεσης απασχόλησης στον χώρο πιστοποιείται και από τα φαινόμενα μετακίνησης από τη δικηγορία (μέσω διαγωνισμών) στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (15%-20%) ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που εργάζονται σε χώρους εντελώς άσχετους με τη συγκεκριμένη ειδικότητα (πάνω από 2.500). Οσο για τη φωτεινή εξαίρεση, τους δασκάλους, παραμένει φωτεινή. Παρά την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και τις λιγότερες προσλήψεις (μονίμων και αναπληρωτών) που επιβάλλει το σύμφωνο της σταθερότητας, ο κλάδος δεν φθίνει για τα επόμενα 5-10 χρόνια.
(απο ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου