Η χρηματοοικονομική κρίση που απειλεί τώρα να καταπιεί την ευρωζώνη και για την οποία οι σημερινές και προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις επικρίνονται, οφείλεται κυρίως σε σφάλματα πολιτικής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον λανθασμένο θεσμικό σχεδιασμό της ευρωζώνης. Σ’ αυτά, οι ελληνικές κυβερνήσεις έπαιξαν πολύ μικρό ρόλο. Στην πραγματικότητα, αν η Ελλάδα δεν αποτελούσε μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε τα σφάλματα θα ανέκυπταν αλλού. Ακόμη κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση περιοριζόταν στα βόρεια σύνορά της, δηλαδή τη Σκανδιναβία, τη Γερμανία, την Αυστρία, το Μπενελούξ και τη Γαλλία, τότε η κρίση θα ξεσπούσε στην Ολλανδία, όπου το δημόσιο χρέος σε σχέση με το εθνικό εισόδημα δεν βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από εκείνο της Ελλάδας ( 99% του ΑΕΠ το 2009, σε σύγκριση με 108% της Ελλάδας). Κι αυτό επειδή η κρίσιμη παράμετρος δεν είναι το απόλυτο επίπεδο του δημόσιου χρέους, ή έστω το επίπεδο του χρέους σε σχέση με το εθνκό εισόδημα, όπως ορίζεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά το επίπεδο του χρέους που οι κεντρικές τράπεζες αρνούνται να αναχρηματοδοτήσουν.
Η αρχή ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να αναχρηματοδοτούν δημόσιο δανεισμό ανάγεται στα δόγματα του Hjalmar Schacht, προέδρου της Reichbank του Χίτλερ ( ο Schacht γλύτωσε την καταδίκη στη Νυρεμβέργη επειδή ο Χίτλερ τον απομάκρυνε από τη Reichsbank, μετά τη διαμαρτυρία του ότι το υπουργείο Οικονομικών ξεπέρασε τη συμφωνημένη ποσόστωση δανεισμού). Η αρχή αυτή οδήγησε στο παράδοξο των κεντρικών τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να αγοράζουν εταιρικά και άλλα ομόλογα, ακόμη και τις παράπλευρες δανειακές υποχρεώσεις που έγιναν διαβόητες στην οικονομική κρίση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά όχι ομόλογα που εκδίδονται από κυβερνήσεις.
Αυτή η επιχειρησιακή πλευρά των κεντρικών τραπεζών γέννησε φόβους αθέτησης των δανειακών υποχρεώσεων από πλευράς των κυβερνήσεων. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δανεισμός τους γίνεται με το εσωτερικό τους νόμισμα, ο κίνδυνος αθέτησης απομακρύνεται εύκολα εάν επιτραπεί στις κυβερνήσεις να αναχρηματοδοτούν τα χρέη τους, με τον ίδιο τρόπο που οι εταιρίες αναχρηματοδοτούν τα δικά τους. Πολλές κεντρικές τράπεζες, όπως η Bank of England, μπορούσαν αρχικά να διαχειριστούν τα χρέη της κυβέρνησής τους, για παράδειγμα αγοράζοντας και πουλώντας κρατικά ομόλογα, προκειμένου να διατηρούν μια σταθερή αγορά σε αυτά τα ομόλογα. Η λειτουργία αυτή καταργήθηκε όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχεδιάστηκε στο Μάαστριχτ από κεντρικούς τραπεζίτες που πίστευαν ότι οι εμπορικές τράπεζες και οι διατραπεζικές αγορές τους, οι κεφαλαιαγορές και οι οίκοι αξιολόγησης μπορούν να εκτιμούν τα οικονομικά ρίσκα καλύτερα από τις κεντρικές τράπεζες.
Αυτή η συγκινητική πίστη στη σύνεση και την προβλεπτικότητα των εμπορικών τραπεζιτών και των οίκων αξιολόγησης επέζησε παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι εμπορικοί τραπεζίτες και οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι στην πραγματικότητα καλοί κριτές της οικονομικής αξιοπιστίας. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η οικονομική επιτυχία των εμπορικών τραπεζιτών και των οίκων αξιολόγησης δεν εξαρτάται από τη σύνεσή τους αλλά από την κρίση τους για τη συναίνεση των χρηματοοικονομικών αγορών σε οποιαδήποτε στιγμή, όσο άσκοπη κι αν είναι αυτή η συναίνεση. Όπως έγραψε ο Κέϊνς, αλίμονο, ‘συνετός ʺτραπεζίτης δεν είναι κάποιος που προβλέπει τον κίνδυνο και τον αποφεύγει, αλλά κάποιος που, όταν καταστρέφεται, καταστρέφεται με τον συνηθισμένο, ορθόδοξο τρόπο μαζί με τους εταίρους του, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον κατηγορήσει’ ( J.M.Keynes, Essays in Persuasion 1931, σ. 176). Μετά την οικονομική κρίση του 1929, ο Κέϊνς συμπέρανε με λόγια ιδιαίτερα ταιριαστά στη σημερινή κατάσταση: ʺ Τα σημερινά σημάδια δείχνουν ότι οι τραπεζίτες του κόσμου τείνουν προς την αυτοκτονία. Σε κάθε στάδιο υπήρξαν απρόθυμοι να υιοθετήσουν μια δραστική θεραπεία. Και επέτρεψαν να φτάσουν τα πράγματα σε ένα σημείο όπου είναι δύσκολο να βρεθεί διέξοδος’ ( ίδιο, σ. 178)
Η αρχή του Schacht ήταν επίσης μια παρόμοια άσκοπη συναίνεση. Διορθώθηκε λίγο στις αρχές Μαΐου όταν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης συμφώνησαν τελικά να δημιουργήσουν ένα χρηματοδοτικό πακέτο 720 δις ευρώ για τις αγορές κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Αυτό μπορεί να είναι μόνο ένα πρώτο βήμα προς ένα επίσημο σύστημα που θα ρυθμίζει τις αγορές για κρατικά χρεώγραφα.
Η αθέτηση πληρωμής δεν είναι επομένως πρόβλημα. Ένα πολύ σοβαρότερο ενδεχόμενο είναι αυτό του αποπληθωρισμού του χρέους. Ο αποπληθωρισμός του χρέους έχει ήδη αρχίσει. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη, και ειδικότερα στη Βρετανία και τη νότια Ευρώπη, συνθλίβονται από το υπερβολικό χρέος. Η αντίδρασή τους είναι να χρησιμοποιούν εισόδημα για να αποπληρώνουν το υπερβάλλον χρέος. Αυτό οδηγεί το χρήμα, με τη σημερινή μορφή της τραπεζικής πίστωσης, να βρίσκεται εκτός κανονικής κυκλοφορίας όπου θα ξοδευόταν σε αγαθά και υπηρεσίες, και να χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του χρέους. Στους ισολογισμούς των τραπεζών, οι χρεώσεις και οι πιστώσεις ακυρώνονται από αυτή τη διαδικασία και οι τραπεζικοί ισολογισμοί μειώνονται. Το αποτέλεσμα είναι η μείωση της τραπεζικής πίστωσης και οι μειωμένες δαπάνες στην πραγματική οικονομία. Καθώς οι καλύτεροι (σε μετρητά) δανειολήπτες αποπληρώνουν πρώτοι, ο τραπεζικός δανεισμός επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στους χειρότερους δανειολήπτες, εκείνους που δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους.
Σε αυτές τις συνθήκες, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να παρέχουν καλά περιουσιακά στοιχεία στις τράπεζες, με άλλα λόγια να δανείζονται περισσότερα από τις τράπεζες και όχι λιγότερα. Εάν οι κυβερνήσεις συμμετέχουν στον αποπληθωρισμό περικόπτοντας τις δαπάνες τους, τότε η πολιτική αυτή γίνεται ηττοπαθής. Το ΑΕΠ μπορεί τότε να πέσει πιο γρήγορα από τη μείωση του χρέους, κι έτσι η αναλογία του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ να εξακολουθήσει να αυξάνεται. Υπό το παρόν πρόγραμμα του ΔΝΤ, η αναλογία χρέος/ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί στο 145% μέχρι το τέλος του 2011 (χαμηλότερα πάντως από εκείνη της Ιαπωνίας, που βρίσκεται σήμερα στο 192%). Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας, της πολιτικής αναταραχής και των μειωμένων επενδύσεων, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Ελλάδας αναμένεται να πέσει κατά 12% μέχρι το τέλος του 2011. Αυτό θα ανεβάσει την αναλογία του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ στο 155%. Με απλά λόγια, δεν είναι δυνατόν να μειωθεί η αναλογία χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ με περικοπές δαπανών. Ο μόνος τρόπος που μπορεί η αναλογία αυτή να μειωθεί είναι με την οικονομική ανάπτυξη: την αύξηση της αξίας (σχετικά με το χρέος) της οικονομικής δραστηριότητας.
Δυο αρχές πρέπει να καθοδηγούν αυτόν τον δημοσιονομικό ελιγμό. Η μία είναι ότι η συνολική δημόσια δαπάνη στην πραγματική οικονομία (που είναι ξεχωριστή από τις πληρωμές του χρέους) δεν πρέπει να περικοπεί. Μια τέτοια μείωση οδηγεί σε συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και αυξάνει την αναλογία του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Η δεύτερη αρχή είναι ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο πρέπει, όπου είναι δυνατόν, να αποκατασταθεί με την αύξηση των φόρων στους πιο εύπορους. Όχι επειδή οι πλούσιοι αξίζουν αυτή τη μεταχείριση (αν και η δικαιοσύνη στην κατανομή του εισοδήματος πρέπει να βρίσκεται πάντα στην πολιτική ατζέντα) αλλά επειδή η μείωση των εισοδημάτων τους εξαιτίας των φόρων έχει ελάχιστο αντίκτυπο στη συνολική δαπάνη στην πραγματική οικονομία.
Ένας άλλος κρίσιμος θεσμικός παράγοντας στην κρίση είναι η ενσωμάτωση των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών αγορών που βρίσκεται σε εξέλιξη στην ευρωζώνη από τότε που οι έλεγχοι του κεφαλαίου καταργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μολονότι τα αιτήματα για μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα που έγιναν για την τραπεζική και χρηματοπιστωτική ενσωμάτωση εμπεριείχαν μεγάλη δόση υπερβολής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενσωμάτωση οδήγησε στην αυξημένη αλληλεγγύη με την Ελλάδα των κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοοικονομική ενσωμάτωση σημαίνει ότι τράπεζες σε άλλες χώρες κατέχουν το ελληνικό δημόσιο χρέος και είναι προετοιμασμένες να ασκήσουν πίεση για να διασφαλίσουν ότι τα περιουσιακά στοιχεία τους θα αναχρηματοδοτηθούν.
Στα χρόνια πριν από την χρηματοοικονομική ενσωμάτωση τα πλεονάσματα που οι γερμανικές επιχειρήσεις αποκτούσαν μέσω του εξωτερικού εμπορίου συσσωρεύονταν σε γερμανικές τράπεζες. Το σύστημα ελέγχου του ξένου κεφαλαίου σήμαινε ότι οι γερμανικές τράπεζες αποκτούσαν ξένα περιουσιακά στοιχεία μέσω αγορών που ελέγχονταν από τη γερμανική κυβέρνηση. Τα εμπορικά ελλείμματα χωρών όπως η Ελλάδα αποστράγγιζαν τα αποθέματα σε ξένο νόμισμα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Κι αυτό όμως μπορούσε να το διαχειριστεί η κυβέρνηση της χώρας που είχε το έλλειμμα. Ωστόσο, οι έλεγχοι ξένου κεφαλαίου πρόβαλαν στοιχεία κρατικής εγγύησης για τα ξένα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών.
Με την χρηματοοικονομική ενσωμάτωση, οι κρατικές εγγυήσεις έπαψαν να υπάρχουν. Διαδικασίες ανταγωνισμού στις τραπεζικές αγορές υποχρεώνουν τις γερμανικές, γαλλικές και ολλανδικές τράπεζες να αποκτούν ως περιουσιακά στοιχεία τα ασθενή χρέη της νότιας Ευρώπης. Κατά συνέπεια, οι καταθέσεις στις εμπορικές τράπεζες των γερμανικών, γαλλικών και ολλανδικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών στηρίζονται σε κάποιο βαθμό στα περιουσιακά στοιχεία που οι τράπεζές τους κατέχουν στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Για χάρη των τραπεζών τους και των καταθέσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, οι κυβερνήσεις της Βόρειας Ευρώπης πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη της νότιας Ευρώπης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαφθορά και η φοροδιαφυγή που θεωρείται διαδεδομένη στην Ελλάδα δεν έπαιξε ρόλο στην επιδείνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Η διαφθορά είναι σοβαρό πρόβλημα αλλά πρέπει να καταπολεμηθεί με τη διαφάνεια και τη δημοκρατική υπευθυνότητα. Τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο για την ελληνική δημοκρατία ή για τους περιορισμένους, δυστυχώς, δημοκρατικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το να γίνει εισπράκτορας χρέους για τις ξένες τράπεζες και τις πολυμερείς υπηρεσίες όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες. Όλα τα κράτη οφείλουν να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους μολονότι αυτό δεν σημαίνει, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι πρέπει να αποπληρώσουν τα χρέη τους αμέσως. Πέρα από ένα σημείο, όμως, η αντίληψη ότι το πρώτο καθήκον ενός κράτους είναι να πληρώνει μαζικά κρατικά χρεώγραφα σε ξένα συμφέροντα μπορεί μόνο να εξαντλήσει τους συμβιβασμούς στους οποίους στηρίζεται η δημοκρατία. Κάπως έτσι οι δημοκρατίες πολλών αναπτυσσόμενων κρατών υπονομεύθηκαν από τη διεθνή χρεωστική κρίση της δεκαετίας του 1980. Εάν επιβληθούν παρόμοιες πιέσεις, η προοπτική για τη δημοκρατία στην Ευρώπη θα είναι ζοφερή.
Πάνω από όλα είναι σημαντικό το γεγονός ότι η ευρωζώνη δεν πρέπει να ακολουθήσει την πορεία της ζώνης του φράγκου. Σχεδιασμένη από τον Γάλλο Jacques Rueff, που η αντίθεσή του στον Κέινς τον έκανε να μη βλέπει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι πιστωτικές αγορές, η Ζώνη του Φράγκου αποτελεί παράδειγμα για ολόκληρο τον κόσμο για το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο χαμηλός πληθωρισμός με τίμημα την οικονομική οπισθοδρόμηση και τη διεφθαρμένη δημοκρατία, που διακόπτεται μόνο από coups d’etat και εμπορεύσιμες φούσκες. Χρειαζόμαστε καλύτερες λύσεις απ’ αυτήν.
Ο Jan Toporowski είναι πρόεδρος του τμήματος Οικονομικών Σπουδών στο School of Oriental and African Studies, πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Έχει εργαστεί στους τομείς του fund management, του international banking και του central banking.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου