Η κυβέρνηση επικαλούμενη το επιχείρημα του μονόδρομου έχει διαμορφώσει την πολιτική της ως εξής: στήριξη του μνημονίου διότι είναι αναγκαίο. Από αυτόν τον προσανατολισμό απορρέει, σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, πρωτίστως η ανάγκη μείωσης του κόστους εργασίας. Δηλαδή, των μισθών και ημερομισθίων, των συντάξεων και των ασφαλιστικών δαπανών. Στη βάση αυτής της λογικής επιτέθηκε η τρόικα και το οικονομικό επιτελείο στο μεροκάματο του απλού κόσμου. Όμως, όλο το επιχείρημα είναι ηθικά, πολιτικά και οικονομικά σαφώς λανθασμένο, υποκριτικό και άδικο.
Πώς διαμορφώνονται οι μισθοί και το κοινωνικό κόστος εργασίας;
Το μέγεθος ενός μισθού είναι αποτέλεσμα ιστορικών – κοινωνικών παραγόντων. Σχετίζεται άμεσα με τους κοινωνικούς αγώνες που έχουν διεξαχθεί, την παραγωγικότητα της εργασίας σε μια χώρα (κλάδο, περιοχή), καθώς και το ύψος του ίδιου του μισθού κατά το παρελθόν και μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, σε ένα πρώτο επίπεδο, το ύψος των μισθών και του κοινωνικού κόστους της εργασίας είναι ένα μέγεθος που διαμορφώνεται μέσα από τις συγκρούσεις, συναινέσεις και συνεννοήσεις που υπήρξαν στο παρελθόν στην κοινωνία, καθώς και στις άμεσα επίκαιρες συνθήκες.
Η διαμόρφωση αυτών των μεγεθών, έχει αποδειχτεί επιστημονικά, ορίζεται και καθορίζει σε τελική ανάλυση από έναν παράγοντα: τη διασφάλιση της αναπαραγωγής της ικανότητας εργασίας (προκειμένου να εξασφαλίζει ο εργαζόμενος τα σε κάθε εποχή τα αναγκαία είδη προς κατανάλωση, την απαραίτητη υγεία, εκπαίδευση κοκ). Με άλλα λόγια το ύψος των μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών συνδέεται άμεσα με την διασφάλιση ύπαρξης επαρκούς αριθμού μισθωτών, επαρκής ειδίκευσης και μόρφωσης, επάρκειας υγείας. Πρόκειται για όρο και μέγεθος που συνδέεται με τις κατακτήσεις των εργαζομένων, αλλά και το «είδος» εργαζομένων, ως προς την ειδίκευση και μόρφωση, υγεία και ικανότητες, χρειάζεται σε κάθε εποχή η οικονομία.Ο μισθός (και σύνταξη + κοινωνικό κόστος) της εργασίας εξαρτάται άμεσα από το ύψος των τιμών των αγαθών που είναι απαραίτητα στους εργαζομένους προκειμένου να μπορούν να προσφέρουν τις ικανότητές τους στην οικονομία μιας χώρας. Όταν αυξάνουν οι τιμές, αυξάνει το κόστος της εργασίας. Όταν κάνει προόδους η κοινωνία και αποκτά νέες γνώσεις, αυξάνουν οι απαιτήσεις – κόστος μόρφωσης των εργαζομένων, αλλά και οι δυνατότητες – απαιτήσεις περίθαλψής τους. Όσο προχωρεί η επιστήμη και οι ικανότητες της κοινωνίας για μακρόχρονη επιβίωση, αυξάνει υπό φυσιολογικές συνθήκες και η τιμή (μισθός συν όλα τα άλλα) των εργαζομένων. Βέβαια, οι επιχειρηματίες κατά κανόνα επιδιώκουν να μην ενσωματωθούν οι νέες απαιτήσεις, οι καινούργιες δυνατότητες και η αύξηση παραγωγικότητας στον μισθό καθώς και στο γενικότερο κόστος εργασίας, προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Πρόκειται για ένα πεδίο συνεχούς διαμάχης τους με τον κόσμο της εργασίας.Πώς διαμορφώνονται οι μισθοί και το κοινωνικό κόστος εργασίας;
Το μέγεθος ενός μισθού είναι αποτέλεσμα ιστορικών – κοινωνικών παραγόντων. Σχετίζεται άμεσα με τους κοινωνικούς αγώνες που έχουν διεξαχθεί, την παραγωγικότητα της εργασίας σε μια χώρα (κλάδο, περιοχή), καθώς και το ύψος του ίδιου του μισθού κατά το παρελθόν και μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, σε ένα πρώτο επίπεδο, το ύψος των μισθών και του κοινωνικού κόστους της εργασίας είναι ένα μέγεθος που διαμορφώνεται μέσα από τις συγκρούσεις, συναινέσεις και συνεννοήσεις που υπήρξαν στο παρελθόν στην κοινωνία, καθώς και στις άμεσα επίκαιρες συνθήκες.
Σήμερα διεξάγεται μια μάχη από τα πάνω ενάντια στην εργασία;
Σε συνθήκες κρίσης προκειμένου να πέσει το κόστος αγαθών και υπηρεσιών υπάρχουν τρεις δρόμοι. Ο πρώτος και πλέον άδικος, είναι εκείνος της μείωσης του κοινωνικού κόστους εργασίας, ιδιαίτερα των μισθών και συντάξεων. Ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος υπόσκαψης της παραγωγικότητας. Όταν οι μισθοί ανεβαίνουν, τότε οι επιχειρηματίες ενός χώρου, κλάδου, χώρας, επιδιώκουν να εισάγουν τεχνολογίες και οργανωτικές αρχές στην παραγωγή (αγαθών, υπηρεσιών) προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να καλύψουν με αυτό τον τρόπο την αύξηση μισθών. Επιδιώκουν να ιδρύσουν (εφόσον δεν υπάρχουν) καινούργιους κλάδους της οικονομίας ή να εφαρμόσουν νέους τρόπους παραγωγής σε παλιούς κλάδους προκειμένου να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, δηλαδή εργασίας υψηλής ειδίκευσης που μπορεί να πληρωθεί και με μεγάλους μισθούς. Για αυτό εξάλλου οι μισθοί στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η παραγωγικότητα είναι πιο υψηλή και η οικονομία πιο σύγχρονη, είναι υψηλότεροι από ότι σε χώρες χαμηλής παραγωγικότητας και παλιάς τεχνολογίας. Διαφορετικά, οι πιο ανεπτυγμένες χώρες θα ήταν αυτές που θα είχαν την πιο φτηνή εργασία.Ο δεύτερος τρόπος μείωσης του κόστους της παραγωγής είναι η μακρόχρονη μείωση υπερβολικών κερδών των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών. Στην Ελλάδα αυτό που καταγράφουμε είναι μια συνεχή αύξηση των κερδών την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση. Η αύξηση αυτή αντί να πάει σε επενδύσεις νέας τεχνολογίας, πήγε σε λογαριασμούς καταθέσεων και σε σπατάλες επίδειξης πλούτου. Ράθυμοι και χωρίς φαντασία οι περισσότεροι μεγάλοι Έλληνες επιχειρηματίες, σε περίοδο ζημιών απαιτούν να πληρώσουν τρίτοι, κύρια το κράτος άμεσα, οι εργαζόμενοι καθώς και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έμμεσα, τη δική τους ανικανότητα. Εάν, όμως, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, και πριν από όλα οι τραπεζίτες, πλήρωναν από τα κέρδη τους στην εποχή με τις ισχνές αγελάδες, τότε σίγουρα θα αναγκαζόντουσαν να οργανώσουν καλύτερα τις επιχειρήσεις τους, να επενδύσουν σε καινούργια συστήματα διαχείρισης, δηλαδή, να εισάγουν σύγχρονες τεχνολογίες και οργανωτικές αρχές. Να «απαιτούν» εργαζομένους «πιο ακριβούς» δηλαδή με καλύτερη μόρφωση και υγεία. Δεν χρειάστηκαν να κάνουν, όμως, κάτι τέτοιο, διότι αυτή η κυβέρνηση έχει υποτάξει την πολιτική της στα συμφέροντά τους. Συμφέροντα τα οποί παρουσιάζονται ως σωτηρία της πατρίδας.Η τρίτη μέθοδος είναι και η κυριότερη καθώς και σημαντικότερη. Είναι αυτή που δίνει, επί παραδείγματι, το μέγιστο προβάδισμα στην Γερμανία έναντι όλης της υπόλοιπης Ευρώπης. Είναι οι χαμηλές τιμές των ειδών καθημερινής χρίσης και μάλιστα με διασφάλιση της υψηλής τους ποιότητας. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να καλύπτονται οι ανάγκες των εργαζομένων με χαμηλό κόστος και υψηλή ποιότητα. Διότι όπως ήδη εξήγησα, ο μισθός εξαρτάται από την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών που είναι απαραίτητα προκειμένου ο εργαζόμενος να μπορεί να αποκτά και διατηρεί την ικανότητα εργασίας του στις σύγχρονες κάθε φορά συνθήκες. Θα πω μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ενώ στην Γερμανία οι τιμές όλων των αγαθών άμεσης ανάγκης (και βιβλίων) είναι πιο φτηνές από ότι στην Ελλάδα, ο μισθός ενός καθηγητή ΑΕΙ είναι 6 με 7 φορές υψηλότερος εκείνου ενός Έλληνα καθηγητή σε αντίστοιχο ΑΕΙ! Όμως, ούτε σε αυτό το μέτωπο, των τιμών και του πληθωρισμού, έκανε οτιδήποτε η κυβέρνηση.
Οι τιμές ανεβαίνουν ενώ οι μισθοί μειώνονται
Στην Ελλάδα του μνημονίου ζούμε το καταπληκτικό φαινόμενο να ακριβαίνουν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στην επιβίωση των μισθωτών και προκειμένου να διατηρήσουν την ειδίκευση και την ικανότητά τους προς εργασία ενώ οι μισθοί τους πέφτουν. Με άλλα λόγια συμβαίνουν όλα τα κακά ταυτοχρόνως. Ενώ αντικειμενικά ακριβαίνει η ζωή και η αναπαραγωγή των ικανοτήτων προς εργασία, αυτή η αντικειμενικά εν δυνάμει πιο ακριβή εργασία φτηναίνει. Δηλαδή, το μεγάλο κεφάλαιο, ιδιαίτερα το ξένο, κάνει διπλά κέρδη. Και πληρώνει λιγότερα για την εργασία (μισθούς και κοινωνικό κράτος) και αυξάνει τα περιθώρια κέρδους με την αύξηση των τιμών (από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ μέχρι τις εταιρείες πετρελοειδών). Εδώ αναγκαστικά προκύπτει ένα θεμελιακό ερώτημα για την κυβέρνηση: γιατί το μνημόνιο προβλέπει μείωση των μισθών και όχι μείωση του περιθωρίου κέρδους των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων; Γιατί παίρνει μέτρα μονόπλευρα ενάντια στην μισθωτή εργασία και δεν λαμβάνει μέτρα ενάντια στα καρτέλ και τα υπερκέρδη τους; Μάλιστα, όπως δείχνουν όλα τα διεθνή παραδείγματα, η μείωση των τιμών διευκολύνει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας σε μακρά διάρκεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την μείωση των μισθών και του κοινωνικού κόστους της εργασίας.Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα δεν επέλεξαν ούτε την αύξηση παραγωγικότητας, ούτε την αναδιάρθρωση του συστήματος τιμών – μισθών ώστε να μετακινηθεί σε χαμηλότερη κλίμακα και να διευκολυνθεί η όποια ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αυτό που έκανε ήταν μια ολόπλευρη και μονόπλευρη επίθεση στην μισθωτή εργασία. Μονόπλευρη διότι όλα τα κατασταλτικά μέτρα που έλαβε ήταν σε βάρος της. Δεν έλαβε κανένα μέτρα έναντι των καρτέλ και δεν επέβαλε πουθενά μείωση τιμών πλην της τιμής της μισθωτής εργασίας, δηλαδή των μισθών και ημερομισθίων.
Ποιος έχει το πρόβλημα;
Το πρόβλημα δεν είναι αυτός που διαπιστώνει, αναλύει, και προτείνει λύσεις στα προβλήματα, αλλά εκείνος που τα δημιουργεί. Κάποιοι νομίζουν ότι έχουν δικαίωμα να κάνουν επιλογές ενάντια στο λαό, αλλά πιστεύουν ότι δεν δικαιούται κανείς να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των πολιτών. Χρησιμοποιούν την εξουσία ακόμα και για να κάνουν προσωπικές επιθέσεις μέσο τρίτων την ώρα που η χώρα βρίσκεται σε κρίση. Επιθέσεις που δείχνουν πόσο βαθιά μέσα στην κρίση και στα αδιέξοδα είναι οι ίδιοι και οι υπηρετούντες αυτούς. Επ’ ευκαιρίας δε, ας ασχοληθούν επιτέλους με τις ελληνικές θάλασσες, από το Ιόνιο και το Αιγαίο μέχρι και την περιοχή του Καστελόριζου.
Σε συνθήκες κρίσης προκειμένου να πέσει το κόστος αγαθών και υπηρεσιών υπάρχουν τρεις δρόμοι. Ο πρώτος και πλέον άδικος, είναι εκείνος της μείωσης του κοινωνικού κόστους εργασίας, ιδιαίτερα των μισθών και συντάξεων. Ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος υπόσκαψης της παραγωγικότητας. Όταν οι μισθοί ανεβαίνουν, τότε οι επιχειρηματίες ενός χώρου, κλάδου, χώρας, επιδιώκουν να εισάγουν τεχνολογίες και οργανωτικές αρχές στην παραγωγή (αγαθών, υπηρεσιών) προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να καλύψουν με αυτό τον τρόπο την αύξηση μισθών. Επιδιώκουν να ιδρύσουν (εφόσον δεν υπάρχουν) καινούργιους κλάδους της οικονομίας ή να εφαρμόσουν νέους τρόπους παραγωγής σε παλιούς κλάδους προκειμένου να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, δηλαδή εργασίας υψηλής ειδίκευσης που μπορεί να πληρωθεί και με μεγάλους μισθούς. Για αυτό εξάλλου οι μισθοί στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η παραγωγικότητα είναι πιο υψηλή και η οικονομία πιο σύγχρονη, είναι υψηλότεροι από ότι σε χώρες χαμηλής παραγωγικότητας και παλιάς τεχνολογίας. Διαφορετικά, οι πιο ανεπτυγμένες χώρες θα ήταν αυτές που θα είχαν την πιο φτηνή εργασία.Ο δεύτερος τρόπος μείωσης του κόστους της παραγωγής είναι η μακρόχρονη μείωση υπερβολικών κερδών των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών. Στην Ελλάδα αυτό που καταγράφουμε είναι μια συνεχή αύξηση των κερδών την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση. Η αύξηση αυτή αντί να πάει σε επενδύσεις νέας τεχνολογίας, πήγε σε λογαριασμούς καταθέσεων και σε σπατάλες επίδειξης πλούτου. Ράθυμοι και χωρίς φαντασία οι περισσότεροι μεγάλοι Έλληνες επιχειρηματίες, σε περίοδο ζημιών απαιτούν να πληρώσουν τρίτοι, κύρια το κράτος άμεσα, οι εργαζόμενοι καθώς και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έμμεσα, τη δική τους ανικανότητα. Εάν, όμως, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, και πριν από όλα οι τραπεζίτες, πλήρωναν από τα κέρδη τους στην εποχή με τις ισχνές αγελάδες, τότε σίγουρα θα αναγκαζόντουσαν να οργανώσουν καλύτερα τις επιχειρήσεις τους, να επενδύσουν σε καινούργια συστήματα διαχείρισης, δηλαδή, να εισάγουν σύγχρονες τεχνολογίες και οργανωτικές αρχές. Να «απαιτούν» εργαζομένους «πιο ακριβούς» δηλαδή με καλύτερη μόρφωση και υγεία. Δεν χρειάστηκαν να κάνουν, όμως, κάτι τέτοιο, διότι αυτή η κυβέρνηση έχει υποτάξει την πολιτική της στα συμφέροντά τους. Συμφέροντα τα οποί παρουσιάζονται ως σωτηρία της πατρίδας.Η τρίτη μέθοδος είναι και η κυριότερη καθώς και σημαντικότερη. Είναι αυτή που δίνει, επί παραδείγματι, το μέγιστο προβάδισμα στην Γερμανία έναντι όλης της υπόλοιπης Ευρώπης. Είναι οι χαμηλές τιμές των ειδών καθημερινής χρίσης και μάλιστα με διασφάλιση της υψηλής τους ποιότητας. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να καλύπτονται οι ανάγκες των εργαζομένων με χαμηλό κόστος και υψηλή ποιότητα. Διότι όπως ήδη εξήγησα, ο μισθός εξαρτάται από την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών που είναι απαραίτητα προκειμένου ο εργαζόμενος να μπορεί να αποκτά και διατηρεί την ικανότητα εργασίας του στις σύγχρονες κάθε φορά συνθήκες. Θα πω μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ενώ στην Γερμανία οι τιμές όλων των αγαθών άμεσης ανάγκης (και βιβλίων) είναι πιο φτηνές από ότι στην Ελλάδα, ο μισθός ενός καθηγητή ΑΕΙ είναι 6 με 7 φορές υψηλότερος εκείνου ενός Έλληνα καθηγητή σε αντίστοιχο ΑΕΙ! Όμως, ούτε σε αυτό το μέτωπο, των τιμών και του πληθωρισμού, έκανε οτιδήποτε η κυβέρνηση.
Οι τιμές ανεβαίνουν ενώ οι μισθοί μειώνονται
Στην Ελλάδα του μνημονίου ζούμε το καταπληκτικό φαινόμενο να ακριβαίνουν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στην επιβίωση των μισθωτών και προκειμένου να διατηρήσουν την ειδίκευση και την ικανότητά τους προς εργασία ενώ οι μισθοί τους πέφτουν. Με άλλα λόγια συμβαίνουν όλα τα κακά ταυτοχρόνως. Ενώ αντικειμενικά ακριβαίνει η ζωή και η αναπαραγωγή των ικανοτήτων προς εργασία, αυτή η αντικειμενικά εν δυνάμει πιο ακριβή εργασία φτηναίνει. Δηλαδή, το μεγάλο κεφάλαιο, ιδιαίτερα το ξένο, κάνει διπλά κέρδη. Και πληρώνει λιγότερα για την εργασία (μισθούς και κοινωνικό κράτος) και αυξάνει τα περιθώρια κέρδους με την αύξηση των τιμών (από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ μέχρι τις εταιρείες πετρελοειδών). Εδώ αναγκαστικά προκύπτει ένα θεμελιακό ερώτημα για την κυβέρνηση: γιατί το μνημόνιο προβλέπει μείωση των μισθών και όχι μείωση του περιθωρίου κέρδους των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων; Γιατί παίρνει μέτρα μονόπλευρα ενάντια στην μισθωτή εργασία και δεν λαμβάνει μέτρα ενάντια στα καρτέλ και τα υπερκέρδη τους; Μάλιστα, όπως δείχνουν όλα τα διεθνή παραδείγματα, η μείωση των τιμών διευκολύνει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας σε μακρά διάρκεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την μείωση των μισθών και του κοινωνικού κόστους της εργασίας.Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα δεν επέλεξαν ούτε την αύξηση παραγωγικότητας, ούτε την αναδιάρθρωση του συστήματος τιμών – μισθών ώστε να μετακινηθεί σε χαμηλότερη κλίμακα και να διευκολυνθεί η όποια ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αυτό που έκανε ήταν μια ολόπλευρη και μονόπλευρη επίθεση στην μισθωτή εργασία. Μονόπλευρη διότι όλα τα κατασταλτικά μέτρα που έλαβε ήταν σε βάρος της. Δεν έλαβε κανένα μέτρα έναντι των καρτέλ και δεν επέβαλε πουθενά μείωση τιμών πλην της τιμής της μισθωτής εργασίας, δηλαδή των μισθών και ημερομισθίων.
Ποιος έχει το πρόβλημα;
Το πρόβλημα δεν είναι αυτός που διαπιστώνει, αναλύει, και προτείνει λύσεις στα προβλήματα, αλλά εκείνος που τα δημιουργεί. Κάποιοι νομίζουν ότι έχουν δικαίωμα να κάνουν επιλογές ενάντια στο λαό, αλλά πιστεύουν ότι δεν δικαιούται κανείς να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των πολιτών. Χρησιμοποιούν την εξουσία ακόμα και για να κάνουν προσωπικές επιθέσεις μέσο τρίτων την ώρα που η χώρα βρίσκεται σε κρίση. Επιθέσεις που δείχνουν πόσο βαθιά μέσα στην κρίση και στα αδιέξοδα είναι οι ίδιοι και οι υπηρετούντες αυτούς. Επ’ ευκαιρίας δε, ας ασχοληθούν επιτέλους με τις ελληνικές θάλασσες, από το Ιόνιο και το Αιγαίο μέχρι και την περιοχή του Καστελόριζου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου