Άρθρο του Γκαζμέντ Καπλάνι
Είναι δύσκολο να προσδιορίζει κανείς ιδεολογικά το Λόγκο Μάι. Κάποιοι τους ονομάζουν αναρχοφιλελεύθερους, άλλοι σέχτα αριστεριστών και άλλοι αντιδραστικούς νοσταλγούς της υπαίθρου. Προσωπικά θα τους ενέτασσα, ίσως, σε μια πρωτοποριακή και ανύπαρκτη κοινωνική κατηγορία: εκείνη του πολίτη- αγρότη. Η οποία σήμερα, την εποχή του οικολογικού συναγερμού, ίσως βρει αρκετούς μιμητές. Τώρα με την οικονομική κρίση, η «ουτοπία» τους δεν μοιάζει και τόσο περιθωριακή...
ΥΠΑΡΧΟΥΝ κάποια παιδιά του Μάη του ΄68 που έμειναν πιστά στις ιδέες και τις ουτοπίες τους. Δεν τις εγκατέλειψαν για να γίνουν η ραχοκοκαλιά του κατεστημένου. Προέρχονται κυρίως από χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Τα περισσότερα είναι γόνοι αστών και μεγαλοαστικών οικογενειών, μεγαλωμένα μέσα στην ευημερία. Αρνήθηκαν τις οικογένειές τους, τον άνετο τρόπο ζωής που τους περίμενε και αποφάσισαν να ζουν αλλιώς. Διάβαζαν με μανία τους ουτοπιστές του 19ου αιώνα, τον Μαρξ και τους αναρχικούς.
Δημιούργησαν διάφορες ομάδες που ονειρεύονταν εναλλακτικούς τρόπους συλλογικής συνύπαρξης, μακριά από τον ατομικισμό της κατανάλωσης και την υπεραστικοποίηση. Στις αρχές του ΄70 άρχισαν να ιδρύουν αυτοδιοικούμενες φάρμες σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, τη Γερμανία. Ηταν η συγκεκριμένη όψη της ουτοπίας τους. Δούλεψαν σκληρά. Οι αστοί έγιναν βοσκοί και χτίστες. Στην πολυεθνική ομάδα τους- δεν ξεπερνούσαν τα 250 άτομα στην αρχή- έβαλαν το όνομα Λόγκο Μάι, που στη διάλεκτο της Προβηγκίας σημαίνει «να διαρκέσει πολύ ο Μάης». Δημιούργησαν τις εφημερίδες τους, τα ελεύθερα ραδιόφωνά τους, ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη υποστηρίζοντας τους αγώνες των εργατών, άνοιξαν τις πόρτες της φάρμας τους για τους πρόσφυγες που έβρισκαν κλειστές τις πόρτες της Ευρώπης. Μια από τις φάρμες βρίσκεται στη Γαλλία, στην Ανω Προβηγκία, κοντά στη μικρή και όμορφη πόλη του Φοκαλκιέ και απέναντι από τα εντυπωσιακά βουνά της Lure και Luberon. Την επισκέφτηκα και φέτος, πριν από δύο εβδομάδες. Συνάντησα εκεί τους παλιούς «κατοίκους»: τον Νικ, τον Αλμπέρ, τη Σισέλ, τη Μαρτινά, την Κάθι, τη Χάνε. Είδα και πολλά νέα πρόσωπα. Νεαρούς που είχαν έρθει από το Παρίσι, το Λος Άντζελες, το Μιλάνο, τη Λισαβόνα. Μόνοι τους ή ζευγάρια, με σκοπό να μείνουν στη φάρμα, για μήνες και ίσως χρόνια. Τόσοι πολλοί που υπάρχει ήδη πρόβλημα στέγασης. Γι΄ αυτό τον λόγο κάποιοι κουβαλούν μαζί τις σκηνές τους. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για κάποιον που ζει εδώ. Υπάρχουν άγραφοι κανόνες: να αντέξεις και να σε αντέξουν και οι άλλοι, να συμβάλλεις στις δουλειές της φάρμας, όσο και οπότε μπορέσεις, να τεμπελιάζεις όσο θέλεις και να ζεις λιτά...ΣΥΖΗΤΗΣΗ με τους παλιούς είναι για τις δικές τους αναμνήσεις όταν ήταν νέοι. Τότε, τη δεκαετία του ΄70, όταν η Ευρώπη άλλαζε και βίωνε το χάσμα των γενεών. Εκείνη την εποχή η Ευρώπη ήταν άνω κάτω, λέει ο Νικ Μπελ. Ήρθε στη φάρμα του Λόγκο Μάι στην Άνω Προβηγκία το 1974. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης των γνωστών εκπαιδευτηρίων «Τhe Βell School of Languages» (έχουν μετονομαστεί σε «Βell Ιnternational»). Γόνος μεγαλοαστικής αγγλικής οικογένειας τα παράτησε όλα και αποφάσισε να γίνει χτίστης και να ζήσει στις αυτοδιοικούμενες φάρμες. Ο Νικ θυμάται πως η εξέγερση των νέων ενάντια στην παλιά γενιά εκδηλώθηκε καταρχήν ως μανία φυγής από το σπίτι. «Θέλαμε να φύγουμε από το σπίτι, από τη χώρα, να γυρίζουμε τον κόσμο, να ζήσουμε αλλιώς. Ήταν μια εξέγερση των παιδιών της μεσαίας τάξης κυρίως», λέει. Ήταν τότε που οι νέοι, στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, εγκαινίασαν την «παράδοση» της απομάκρυνσης από το σπίτι μόλις συμπλήρωναν τα 18. «Σήμερα όμως τα παιδιά δεν φεύγουν πια στα 18 από το σπίτι», λέει η Κάθι από την Αυστρία. «Φοβούνται την ανεργία και το κράτος πρόνοιας παραπαίει. Έτσι βλέπουν την οικογένεια σαν ασφαλές καταφύγιο. Από αυτή την άποψη τα πράγματα στην Ευρώπη έχουν χειροτερέψει». Ζητάω τη γνώμη τους για τους σημερινούς νέους. «Οι νέοι τού σήμερα είναι πολύ πιο ψαγμένοι από μας», λέει η Σισέλ από τη Νορβηγία, στα 65 της πλέον. «Βλέπω όμως ότι δεν έχουν πια τον δικό μας ενθουσιασμό. Εμείς θέλαμε να αλλάξαμε τον κόσμο. Δεν τον αλλάξαμε. Αλλάξαμε όμως τις δικές μας ζωές. Οι σημερινοί νέοι φαίνονται παραδομένοι και εγκλωβισμένοι. Το μέλλον δεν το ονειρεύονται, αλλά το φοβούνται», καταλήγει.
«Όταν εμείς λέγαμε “ουτοπία” εννοούσαμε προπαντός ελπίδα», λέει η Κρίστα από τη Γερμανία. «Οι νέοι δεν μπορούν να ζουν χωρίς ελπίδα. Εγώ νομίζω πως στο μέλλον η ελπίδα δεν θα ταυτίζεται με κάποια ιδεολογία ή αφηρημένη ιδέα. Θα συνδέεται με πολύ συγκεκριμένα πράγματα γύρω από τα οποία θα αναπτύσσεται αυτό που λέμε ταυτότητα», καταλήγει. Και τα παιδιά τους τι κάνουν εδώ στη φάρμα; Τα παιδιά του Λόγκο Μάι κρατούν την παράδοση των γονέων τους: τα περισσότερα αποφασίζουν να την κάνουν στα 18 τους. Φεύγουν μακριά για σπουδές ή ταξίδια. Φτιάχνουν το δικό τους σχέδιο ζωής. Επιστρέφουν κατά καιρούς στη φάρμα να δουν τους γονείς τους. Αυτούς τους παλαίμαχους ουτοπιστές που ονειρεύονταν να αλλάξουν τον κόσμο. Τελικά δεν τον άλλαξαν. Άλλαξαν όμως τις ζωές τους... Έρχομαι στη φάρμα του Λόγκο Μάι πάντα με χαρά. Δεν θα άντεχα να ζω εδώ πέρα όμως περισσότερο από έναν μήνα. Θέλει κότσια να κάνεις αυτή τη ζωή. Τόσο λιτή και προπαντός τόσο συλλογική. Σέβομαι όμως αυτούς τους ανθρώπους που γέρασαν και δεν πρόδωσαν τα όνειρά τους. Και τους ακούω με μεγάλη προσοχή όταν λένε πως εάν δεν αλλάξουμε μοντέλο ανάπτυξης και τρόπο ζωής, αυτό που μας περιμένει, είναι το απόλυτο αδιέξοδο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου